Τι αληθινά γνωρίζουμε για το έγκλημα και την εγκληματικότητα, τη βία και τη παραβατικότητα; Είναι όλες οι παρεκκλίνουσες συμπεριφορές «εγκλήματα»;Ποιος είναι τελικά ο εγκληματίας; Ποιοι παράγοντες ωθούν κάποιον σε μια εγκληματική πράξη; Ποιος ο ρόλος των θυμάτων στην αντιμετώπιση του εγκλήματος; «Σωφρονίζει» το σωφρονιστικό μας σύστημα; Το μόνο σίγουρο είναι ότι η Εγκληματολογία είναι μια ασυνήθιστη επιστήμη που προσπαθεί να εξαλείψει το ίδιο το αντικείμενο μελέτης της!

3 Ιαν 2016

Europol, Eurojust, Interpol ως Φορείς Διαχείρισης και Ελέγχου Πληροφοριών

Της Ερασμίας Μπίτσικα 

Οι Νέες Τεχνολογίες έχουν κάνει γιγαντιαία βήματα τις τελευταίες δεκαετίες. Συντελέστηκε ουσιαστικά μια δεύτερη βιομηχανική επανάσταση σε παγκόσμιο επίπεδο και η Πληροφορία πλέον διαχέεται και απορροφάται με ταχύτητες φωτός. Αντιστοίχως και το έγκλημα με νέες μορφές παίρνει δι-εθνικές και υπερ-εθνικές διαστάσεις. Στην Ελλάδα μεγάλο μέρος της εγκληματικότητας είναι διεθνική-πολυεθνική, είτε γιατί εισάγουμε νέους τρόπους εκτέλεσης εγκλημάτων, είτε γιατί οι εγκληματίες που δρουν στον ελληνικό χώρο διασυνδέονται με άτομα εκτός Ελλάδας, είτε γιατί αυτοί οι ίδιοι οι δράστες εισέρχονται στη χώρα μας και παραμένουν σε αυτή για μικρά ή μεγάλα χρονικά διαστήματα. Οι Αρχές επιβολής του νόμου προκειμένου διασφαλίσουν την δημόσια τάξη και περιορίσουν με αυτόν τον τρόπο το συναίσθημα της ανασφάλειας των πολιτών εισάγουν τεχνογνωσία και προσλαμβάνουν εξειδικευμένο προσωπικό. Ωστόσο, είναι δύσκολο να προβλέψουν πότε και πού θα εκδηλωθεί το έγκλημα. 

Παράλληλα, νέες εξελίξεις στον χώρο της Περιβαλλοντικής Εγκληματολογίας (Environmental Criminology), η οποία ασχολείται με τα φυσικά χαρακτηριστικά περιοχών και την επιρροή τους στην αποτροπή ή ενθάρρυνση του εγκλήματος, αλλάζουν τα δεδομένα στα πεδία της Ανακριτικής, της Φυσιογνωμικής και της Εγκληματολογικής Ανάλυσης, ενδυναμώνοντας τα τεχνικά εργαλεία σωστής διαχείρισης της εγκληματικότητας από τους επίσημους φορείς. Σύμφωνα με τα παραπάνω, και με δεδομένο τον εκσυγχρονισμό των υπολογιστικών συστημάτων των Αστυνομικών και Λιμενικών Αρχών αντιλαμβανόμαστε ότι η αστυνομική συνεργασία μεταξύ των χωρών ισχυροποιείται και διεθνοποιείται. Αυτό βέβαια γίνεται μέσα σε ένα συμβατικό αρχικά θεσμικό πλαίσιο που ολοένα εξελίσσεται. 
Είναι γνωστό ότι τρεις πυλώνες συνθέτουν την αρχιτεκτονική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία φαίνεται να έχει ως στόχο την αρμονική εφαρμογή του νόμου μέσα στην Ευρώπη. Με τον 3ο κοινοτικό πυλώνα Δικαστικής και Αστυνομικής Συνεργασίας των κρατών-μελών σε ποινικές υποθέσεις (που καλύπτεται από τον τίτλο VI της Συνθήκης για την Ε.Ε), οι μηχανισμοί καταστολής δρουν πλέον πιο συντονισμένα. Συγκεκριμένα, οι φορείς που αναπτύσσουν δραστηριότητα στο πεδίο του Τίτλου VI της Συνθήκης είναι: α) η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (EUROPOL), β) το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο (EJN), γ) η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και δ) η Μονάδα Δικαστικής Συνεργασίας (EUROJUST). Ο στόχος είναι να εξασφαλιστεί ένα υψηλό επίπεδο προστασίας των πολιτών της Ε.Ε διευκολύνοντας και ενισχύοντας την ταχεία και αποτελεσματική συνεργασία των αστυνομικών και δικαστικών αρχών. Σε αυτό κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζουν οι πληροφορίες, των οποίων η αποτύπωση, ανάλυση και σωστή κατανομή και συστηματοποίηση βοηθούν τόσο στην πρόληψη όσο και στην καταστολή του εγκλήματος.

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ (EUROPOL) 
Η Ευρώπη στο πλαίσιο του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, θέλησε, αν και σχετικά αργά, να ενεργοποιήσει τους μηχανισμούς πρόληψης και καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος. Ο Χέλμουτ Κολ το 1991 είχε οραματιστεί έναν οργανισμό όπως είναι η Federal Bureau of Investigation (FBI). Αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει λόγω των διαφορετικών ποινικών συστημάτων δικαιοσύνης στις ευρωπαϊκές χώρες. Έτσι, η Ευρωπαϊκή Αστυνομία ιδρύθηκε τον Ιανουάριο 1994 προκειμένου υποστηρίξει τα κράτη μέλη της Ένωσης να αντιμετωπίσουν αρχικά το εμπόριο ναρκωτικών και το ξέπλυμα χρήματος. Τελικά τον Ιούλιο 1999 ξεκίνησε η δραστηριότητά της EUROPOL με στόχο τη βελτίωση της συνεργασίας των αρμόδιων αρχών των Κρατών Μελών στον τομέα της πρόληψης και καταστολής μορφών οργανωμένου και σοβαρού εγκλήματος. Ειδικότερα, στο στόχαστρο μπήκαν εγκλήματα όπως η παράνομη μετανάστευση και το λαθρεμπόριο ανθρώπων (illegal immigration, smuggling, trafficking), η παιδική πορνογραφία (αλλά και συνολικά η δίωξη της πορνο-βιομηχανίας), η διακίνηση κλεμμένων οχημάτων και πυρηνικών/ ραδιενεργών υλικών, η παραχάραξη χρήματος και άλλων μέσων πληρωμής, το ξέπλυμα χρήματος και η τρομοκρατία. 
Όσον αφορά στη λειτουργία τους είναι γνωστό ότι οι Αξιωματούχοι της δεν μπορούν να εκτελέσουν σύλληψη, αλλά εξαρτώνται από τις Εθνικές Αστυνομίες να διεξάγουν τις όποιες αστυνομικές επιχειρήσεις ανάλογα με τις αντίστοιχες δικές τους δικαιοδοσίες. Σήμερα στην Ευρωπαϊκή Αστυνομία υπηρετούν 662 άτομα εκ των οποίων οι 121 είναι οι λεγόμενοι «Liaison-Officers», οι Σύνδεσμοι-Αξιωματούχοι των κρατών- μελών. Ο προϋπολογισμός της ανέρχεται περίπου στα 68,5 εκατομμύρια ευρώ και εξυπηρετεί 27 κράτη – μέλη σε μια Ευρώπη 500 εκατομμυρίων κατοίκων. Συντονίζει περίπου πάνω από 10.000 έρευνες το έτος. Ο συντονισμός μεταξύ των κρατών-μελών στην αναγνώριση κοινών πληροφοριακών κενών και προτεραιοτήτων για την ανάκριση των πιο σεσημασμένων εγκληματιών είναι κύριος στόχος και συνεχώς ενδυναμώνεται. Για αυτό το λόγο συνεργάζεται στενά με τoν INTERPOL, τo CEPOL (European Police College), τη EUROJUST,τη FRONTEX (Frontieres Exterieures) αλλά και φορείς όπως ο OLAF (European Anti-Fraud Office), SITCEN (EU Joint Situation Centre) και την Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα. 
Ισχυρό πλεονέκτημα της Ευρωπαϊκής Αστυνομίας παρέχει η τεράστια πλατφόρμα πληροφοριών (information powerhouse) που διαθέτει και η οποία ενισχύεται συνεχώς αποτελώντας αποτελεσματική επιχειρησιακή απάντηση στις όποιες απειλές. Το δίκτυο ασφαλούς ανταλλαγής πληροφοριών SIENA (Secure Information Exchange Network Application) είναι ένα εξελιγμένο και
πολύτιμο εργαλείο στα χέρια της Ευρωπαϊκής Αστυνομίας, είναι σε ισχύ από την 1η Ιουλίου 2009 και παρέχει απόλυτη προστασία και ασφάλεια στη διαχείριση και ανταλλαγή των πληροφοριών μεταξύ των χωρών. Επίσης, η Ευρωπαϊκή Αστυνομία υιοθέτησε το Social Network Analysis (SNA) ως ένα καινοτόμο τρόπο διεξαγωγής ανάλυσης στοιχείων (intelligence analysis) για την έρευνα του οργανωμένου εγκλήματος που έως τώρα έχει φέρει εντυπωσιακά αποτελέσματα. Το SNA συμπληρώνει τις συμβατικές τεχνικές εγκληματολογικής ανάλυσης και προωθεί την ποιότητα της ερευνητικής εργασίας ιεραρχώντας τη. Οι αναλυτές στοιχείων (Intelligence Αnalysts) μέσω μαθηματικών αλγορίθμων χαρτογραφούν και μετρούν πολύπλοκα δεδομένα ανακαλύπτοντας άτομα-κλειδιά, ομάδες υπόπτων και άλλα κρυμμένα σχέδια που δεν θα γίνονταν αντιληπτά με άλλο τρόπο. Στο σημείο αυτό να πούμε ότι ο ευαίσθητος τομέας της προστασίας των προσωπικών δεδομένων καλύπτεται από το θεσμικό πλαίσιο που έθεσε το Συμβούλιο της Ευρώπης και ενσωματώθηκε πλήρως από την Σύμβαση της EUROPOL. 
Ωστόσο, πρέπει να επισημάνουμε ότι η EUROPOL έχει το δικαίωμα να αρνηθεί την πρόσβαση του ενδιαφερόμενου να ενημερωθεί για την ορθότητα ή μη της χρήσης των προσωπικών του δεδομένων για λόγους εξαιρετικά γενικευμένους (π.χ.όταν πρόκειται να προστατευθούν δικαιώματα και ελευθερίες τρίτων προσώπων). Επιπροσθέτως, η EUROPOL διατηρεί το δικαίωμα της ασυλίας για λανθασμένα προσωπικά δεδομένα που της διαβιβάστηκαν και τα οποία επεξεργάστηκαν στα αρχεία της. Την απόλυτη ευθύνη φέρει το κάθε κράτος που διαβιβάζει κάθε πληροφορία στη EUROPOL. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν, πως παρά τις επιτυχίες και το αξιόλογο έργο, της έχει ασκηθεί έντονη κριτική στη EUROPOL όσον αφορά στην έλλειψη ουσιαστικού ελέγχου της νομιμότητας της δράσης της και στην υποβαθμισμένη έννομη προστασία έναντι αυτής (λ.χ. των θιγόμενων προσώπων από τη συλλογή και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων τους, τα οποία θα πρέπει να αναζητήσουν ένδικο βοήθημα στο εθνικό τους δίκαιο).

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ (EUROJUST) 
Η EUROJUST (Μονάδα Ευρωπαϊκής Δικαστικής Συνεργασίας) αποτελεί νεοπαγή ευρωπαϊκό θεσμό Δικαστικής Συνεργασίας. Ιδρύεται με την απόφαση Κορυφής του Tampere τον Οκτώβριο του 1999 και κατοχυρώνεται θεσμικά με την Απόφαση του Συμβουλίου της 28ης Φεβρουαρίου του 2002 με σκοπό να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα των αρμοδίων αρχών εντός των κρατών μελών στην έρευνα και την καταδίωξη του σοβαρού δια-συνοριακού εγκλήματος (cross-border crime) και ειδικά του υπερ-εθνικού οργανωμένου εγκλήματος (inter-national organised crime). Συγκεκριμένα αποστολή του είναι να εξυπηρετήσει ως ένα κέντρο εξειδικευμένο στην αμοιβαία δικαστική συνδρομή και έκδοση, στη διευκόλυνση ανταλλαγής πληροφοριών και στο συντονισμό των διασυνοριακών ερευνών και διώξεων. Πάντως, ανεξάρτητα από το πόσο πρωτοποριακή είναι η έννοια της EUROJUST και ανεξάρτητα από την προθυμία και το ζήλο των δικαστών της να σπάσουν τα εθνικά και νομικά εμπόδια στην παροχή αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής, η αποτελεσματικότητά της είναι ακόμα μακριά από το ιδανικό. 
Αυτό συμβαίνει κατ’ αρχάς γιατί βάσει του άρθρου 4 της Απόφασης του Συμβουλίου η εξουσία της περιορίζεται αποκλειστικά στο έγκλημα μέσω υπολογιστή, την απάτη και τη δωροδοκία που έχουν επιπτώσεις στα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το ξέπλυμα των εισπράξεων από το έγκλημα, το περιβαλλοντικό έγκλημα, τη συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. Δεύτερον, γιατί πολλά κράτη μέλη δεν έχουν εντάξει ακόμη στις εθνικές τους νομοθεσίες την σύσταση της EUROJUST. Τέλος, διότι οι εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες να αποκριθούν στα αιτήματα και στις αρμοδιότητες της Eurojust δεν καθορίζονται επαρκώς, καθώς ο ρόλος αυτός μπορεί να ανατεθεί στο Γενικό ή Ανώτατο Εισαγγελέα, τον Υπουργό Δικαιοσύνης, τους γενικούς ή ειδικούς ανακριτές ή τους δικαστές της δίωξης ή άλλους. Έτσι, προκειμένου να μην εμποδίζεται η αποτελεσματική δικαστική συνεργασία στα ποινικά θέματα μεταξύ των κρατών –μελών θα πρέπει αυτά να συνειδητοποιήσουν τις αρμοδιότητες και το ρόλο της EUROJUST και βραχυπρόθεσμα να εναρμονίσουν όσο γίνεται τα ποινικά τους δίκαια.

ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ (INTERPOL) 
Η ανάγκη της καταπολέμησης διεθνών εγκλημάτων ή καταδίωξης διεθνών εγκληματιών γέννησε την ιδέα της διεθνούς αστυνομικής συνεργασίας. Η αποστολή της συνίσταται στην εξασφάλιση και προαγωγή της ευρύτερης δυνατής αμοιβαίας υπηρεσιακής συνδρομής όλων των Αρχών διευκολύνοντας τη δια-συνοριακή αστυνομική συνεργασία και στη δημιουργία και ανέλιξη κάθε θεσμού που θα μπορούσε να συμβάλλει αποτελεσματικά στην πρόληψη και καταστολή των εγκλημάτων του κοινού ποινικού δικαίου. Ο ΙNTERPOL (International Criminal Police Organisation) είναι ο μεγαλύτερος διεθνικός αστυνομικός οργανισμός με 188 χώρες- μέλη. Η Γενική Γραμματεία βρίσκεται στη Λυών της Γαλλίας. 
Τα επτά περιφερειακά γραφεία της λειτουργούν στην Αργεντινή, το Καμερούν, την Ακτή του Ελεφαντοστού, το Ελ Σαλβαδόρ, την Κένυα, την Ταϊλάνδη και τη Ζιμπάμπουε και διατηρεί ένα γραφείο αντιπροσωπείας στα Ηνωμένα Έθνη στη Νέα Υόρκη και ένα στις Βρυξέλλες. Κάθε χώρα μέλος διατηρεί την Εθνική Κεντρική Υπηρεσία η οποία στελεχώνεται από άρτια εκπαιδευμένους αστυνομικούς υπαλλήλους. Περίπου 650 μέλη από 89 διαφορετικές χώρες εργάζονται στη Γενική Γραμματεία, στα περιφερειακά γραφεία και στα Γραφεία-Συνδέσμων Αξιωματικών. 
Οι πιο ουσιαστικοί τομείς της δραστηριότητάς της είναι:α) η διαμεσολάβησή της στη διαδικασία έκδοσης εγκληματιών και β) η διαμεσολάβησή της προκειμένου προωθηθούν, υλοποιηθούν και ικανοποιηθούν αιτήματα δικαστικής συνδρομής. Συγκεκριμένα, διαβιβάζει αμέσως ή δέχεται αιτήματα αρμοδίων δικαστικών αρχών για την αναζήτηση και προληπτική σύλληψη κακοποιών με σκοπό την έκδοση. Όταν ο κακοποιός συλλαμβάνεται τηρεί ενήμερη την εμπλεκόμενη εγχώρια αρχή και εφόσον αποφασιστεί η έκδοση συμμετέχει ενεργά στη διαδικασία παράδοσης – παραλαβής του κακοποιού. Επιπλέον, σύμφωνα πάντα με τις νομικές διαδικασίες, και χωρίς να θίγεται σε καμία περίπτωση η κυριαρχία ή το εσωτερικό δίκαιο της χώρας υποδοχής αποστέλλονται από μια χώρο-μέλος στην άλλη δικαστικοί ή αστυνομικοί υπάλληλοι για τις διενεργούμενες ανακρίσεις ή έρευνες ή τη συλλογή πληροφοριών/στοιχείων. Οι υπάλληλοι του Interpol δεν έχουν κανένα δικαίωμα σύλληψης. 

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
· Μονακό 1914:συνήλθε το πρώτο διεθνές αστυνομικό συνέδριο και ασχολήθηκε με τη μελέτη της δυνατότητας δημιουργίας ενός διεθνούς αστυνομικού αρχείου
· Βιέννη1923: σε διεθνές συνέδριο (και με ελληνική συμμετοχή) ιδρυθηκε η Διεθνής Επιτροπή Εγκληματολογικής Αστυνομίας (International Criminal Police Commission)
· 1942:Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου λειτουργούσε στο Ναζιστικό Βερολίνο ως εργαλείο αστυνομικής καταστολής του Α. Χίτλερ.
· Bρυξέλλες 1946: στο πρώτο μεταπολεμικό διεθνές αστυνομικό συνέδριο επανασυστήθηκε η Δ.Ε.Ε.Α.
· 1956: βάσει της τελικής μορφής του καταστατικού η Επιτροπή γίνεται Οργανισμός και αποφασίζεται η εγκατάστασή του στο Saint Cloud του Παρισίου. Εκεί λειτούργησε από το 1966 έως 1989. Έπειτα η έδρα του μεταφέρθηκε στη Λυών, απ’ όπου λειτουργεί έως σήμερα. Τα όργανα του Interpol είναι η Γενική Συνέλευση, η Εκτελεστική Επιτροπή, η Γενική Γραμματεία και τα Εθνικά Κεντρικά Γραφεία. 

Η δύναμη του INTERPOL είναι οι πληροφορίες του. Για να αντιμετωπίσει τόσο το διακρατικό (trans-national) όσο και το υπερ-εθνικό (inter-national) έγκλημα που παίρνει ανεξέλεγκτες πια διαστάσεις, διαθέτει μια μεγάλη βάση δεδομένων εγκληματολογικών πληροφοριών όπου αποθηκεύει και αναλύει συστηματικά κάθε είδους εγκληματολογικό στοιχείο. Στο Σύστημα Εγκληματολογικών Πληροφοριών του Interpol (International Crime Intelligence System-ICIS) καταχωρούνται τα Εγκληματολογικά Στοιχεία (Crime Intelligence) σε βάσεις δεδομένων με ένα σύστημα ηλεκτρονικής αρχειοθέτησης ανάλογα με: –τα ονόματα και τα ψευδώνυμα των ατόμων που εμπλέκονται σε διεθνή εγκλήματα -τα αδικήματα, τον τύπο, τον τόπο και τον τρόπο τέλεσης (modus operandi) του αδικήματος -τα αδικήματα περί ναρκωτικών -τα αδικήματα πλαστογραφίας νομισμάτων -τα αδικήματα κλοπής έργων τέχνης –τους αριθμούς ταυτοτήτων -τα δακτυλικά αποτυπώματα και των δέκα δακτύλων από διεθνείς κακοποιούς –τις φωτογραφίες εγκληματιών και απολεσθέντων ατόμων. Στη βάση αυτή έχουν πρόσβαση εξουσιοδοτημένοι υπάλληλοι της Γενικής Γραμματείας αλλά και μέσω της δικτυακής πύλης Ι-24/7 όλες οι χώρες μέλη επιτρέπεται να διενεργούν ταυτόχρονες αναζητήσεις στα εξής αρχεία: • ονομαστικά • κλοπής και απώλειας ταξιδιωτικών εγγράφων • κλοπής διοικητικών εγγράφων • κλεμμένων οχημάτων με κινητήρα • κλεμμένων έργων τέχνης. 
Για να κατανοήσουμε όμως το μέγεθος της σημασίας της εν λόγω «τράπεζας» δεδομένων, ας μιλήσουμε με αριθμούς. Τα παραπάνω αρχεία περιέχουν περισσότερες από 175.000 εγγραφές γνωστών διεθνών εγκληματιών, αγνοουμένων και πτωμάτων με φωτογραφίες, το ποινικό ιστορικό τους και τα δακτυλικά τους αποτυπώματα. Το σύστημα αναγνώρισης δακτυλικών αποτυπωμάτων περιέχει πάνω από 101.000 σύνολα δακτυλικών αποτυπωμάτων και περισσότερα από 3.000 τόπους εγκλήματος. H βάση δεδομένων με εικόνες σεξουαλικής εκμετάλλευσης, στην οποία δεν έχουν όλοι πρόσβαση, περιέχει περίπου 550.000 εικόνες και έχει βοηθήσει στη διάσωση άνω των 1.453 θυμάτων σε όλο τον κόσμο. Επίσης το αρχείο της περιέχει πληροφορίες σχετικά με σχεδόν 20 εκατομμύρια δηλωμένα ταξιδιωτικά εγγράφα από 145 χώρες. Έτσι, η ισχύς ενός ύποπτου ταξιδιωτικού εγγράφου εξακριβώνεται σε δευτερόλεπτα. Επιπλέον, υπάρχουν εκτενή στοιχεία ταυτοποίησης για περίπου 6,2 εκατομμύρια οχήματα δηλωθέντα ως κλεμμένα απ’ όλο τον κόσμο. Μόνο το 2009, εντοπίστηκαν περισσότερα από 26.400 κλεμμένα μηχανοκίνητα οχήματα χάρη στη βάση δεδομένων. Περαιτέρω, στο αρχείο κλεμμένων έργων τέχνης έχουν καταγραφεί σχεδόν 35.000 τεμάχια πολιτιστικής κληρονομιάς από όλο τον κόσμο. Τέλος, υπάρχει και η βάση δεδομένων με στοιχεία DNA, δηλαδή αριθμητικά κωδικοποιημένα σύνολα των γενετικών δεικτών ατόμων, που δημιουργήθηκε το 2002 με ένα μόνο προφίλ DNA. Έως και το 2010 περιέχονταν περισσότερα από 100.000 προφίλ DNA. Τα στοιχεία αυτά έδωσαν 55 χώρες-μέλη. Οι συμμετέχουσες χώρες χρησιμοποιούν ενεργά το DNA Gateway ως εργαλείο στο πλαίσιο των ποινικών ερευνών τους και της επίλυσης εγκλημάτων. Σημειώνεται δε οτι στη βάση δεν περιέχονται στοιχεία σωματικών ή ψυχολογικών χαρακτηριστικών, οι ασθένειες του ατόμου ή προδιάθεση για ασθένειες.

NOTICES
Η INTERPOL εκδίδει σε τέσσερις γλώσσες τα λεγόμενα «notices», πληροφορίες δηλαδή που διανέμονται στις αστυνομίες των χωρών – μελών. Υπάρχουν επτά (07) τύποι ανακοινώσεων. 
· Κόκκινη Ανακοίνωση (Red Notice):ζητά τη σύλληψη ή την προληπτική σύλληψη καταζητούμενων προσώπων με προοπτική έκδοσης.
· Μπλε Ανακοίνωση (Blue Notice): ζητά τη συλλογή πρόσθετων πληροφοριών για την ταυτότητα και τις εγκληματικές δραστηριότητες ενός ατόμου.
· Πράσινη Ανακοίνωση (Green Notice): δίνει προειδοποιήσεις και εγκληματολογικά στοιχεία για δράστες που πιθανόν επαναλάβουν τα ίδια εγκλήματα σε άλλες χώρες.
· Κίτρινη Ανακοίνωση (Yellow Notice): δίνει πληροφορίες εντοπισμού απολεσθέντων ατόμων, συχνά παιδιών, ή ταυτοποίησης ατόμων που δεν μπορούν να αναγνωρίσουν τους εαυτούς τους.
· Μαύρη Ανακοίνωση (Black Notice): δίνει πληροφορίες για πτώματα αγνώστων στοιχείων.
· Πορτοκαλί Ανακοίνωση (Orange Notice): ειδοποιεί την αστυνομία, δημόσιους φορείς και άλλους διεθνείς οργανισμούς για πιθανές απειλές από συγκεκαλυμμένα όπλα, πακέτα-βόμβες και άλλα επικίνδυνα υλικά.
Το 2009 έγιναν περισσότερες από 4.135 συλλήψεις με βάση τις ανακοινώσεις αυτές. 

Για τον INTERPOL η ταχύτητα μετάδοσης των πληροφοριών στις Εθνικές Ομάδες Επιβολής του νόμου είναι το παν. Το εξελιγμένο δίκτυο επικοινωνιών της μπορεί μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα να στείλει πληροφορίες στις Εθνικές Διωκτικές Αρχές σε όλο τον κόσμο. Η ομάδα στο τμήμα τηλεπικοινωνιών εργάζεται σε 24ωρη βάση και διαχειρίζεται εκατομμύρια στοιχεία με φωτογραφίες, δακτυλικά αποτυπώματα και λοιπές πληροφορίες ανά έτος σε ένα σύστημα με καταχωρημένους προσωπικούς φακέλους που μεταφράζει αυτόματα τα στοιχεία αυτά στις 4 από τις 5 διεθνείς γλώσσες (Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά και Αραβικά). Εδώ και χρόνια ο Interpol χρησιμοποιεί την Τεχνολογία των GIS (συστήματα αποτύπωσης γεωγραφικών πληροφοριών) μέσω του MAPinfo (ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικής χαρτογράφησης), πραγματοποιώντας σε βάθος οπτική ανάλυση των εγκληματολογικών δεδομένων, ώστε να εξάγει αποτελέσματα τα οποία μεταδίδει σε άλλους αστυνομικούς φορείς για περαιτέρω ανάλυση και επεξεργασία. 

Δημοσίευση: 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου