Τι αληθινά γνωρίζουμε για το έγκλημα και την εγκληματικότητα, τη βία και τη παραβατικότητα; Είναι όλες οι παρεκκλίνουσες συμπεριφορές «εγκλήματα»;Ποιος είναι τελικά ο εγκληματίας; Ποιοι παράγοντες ωθούν κάποιον σε μια εγκληματική πράξη; Ποιος ο ρόλος των θυμάτων στην αντιμετώπιση του εγκλήματος; «Σωφρονίζει» το σωφρονιστικό μας σύστημα; Το μόνο σίγουρο είναι ότι η Εγκληματολογία είναι μια ασυνήθιστη επιστήμη που προσπαθεί να εξαλείψει το ίδιο το αντικείμενο μελέτης της!

5 Ιαν 2016

Παράνομη Μετανάστευση στην Ελλάδα: Σημείο των Καιρών ή Φαινόμενο; Στρατηγική Ολοκληρωμένης Διαχείρισης

του Αστυνομικού Διευθυντή Σούκουλη Αλ.

I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στην εποχή μας η μη νόμιμη μετανάστευση προσώπων ή ομάδων προσώπων, κινούμενων μαζικά ή μεμονωμένα, συνιστά μια παραβατική συμπεριφορά που διώκεται, σύμφωνα με τα νομικά συστήματα των χωρών προορισμού (Ανεπτυγμένες χώρες[1]), με βαρύτερες και άλλοτε με ελαφρύτερες ποινές.
Η κατάσταση αυτή (νομική) αποτελεί, όπως φαίνεται, τη βάση διαμόρφωσης δυο αντιλήψεων στη χώρα μας. Μια στο επίπεδο της κοινωνίας μας και μια έτερη, σε αυτό της συντεταγμένης πολιτείας, η οποία δια των αρμοδίων οργάνων της – ανεξαρτήτου επιπέδου διοίκησης (πολιτικό, στρατηγικό, επιχειρησιακό κ.λπ.) – είναι εντεταλμένη με την αντιμετώπισή της. Και οι δυο αντιλήψεις συνδέονται μεταξύ τους, καθώς η δεύτερη, δηλαδή αυτή της πολιτείας είναι συνέχεια της πρώτης.
Για να γίνω πιο σαφής, η μεν κοινωνία μας, περιλαμβανομένων και των εκφραστών της, στην πλειοψηφία της, ερμηνεύει τη μη νόμιμη μετανάστευση ως παραβατική συμπεριφορά. Επιβεβαίωση αυτής της άποψης αποτελούν και οι ξενοφοβικές τάσεις που εμφανίζει, ενίοτε έντονα, η κοινωνία μας. Από την άλλη η συντεταγμένη πολιτεία με τα εντεταλμένα όργανα της σχεδιάζει στρατηγικές και μέτρα που κατά κανόνα αποσκοπούν στην καταπολέμηση αυτής της συμπεριφοράς.
Συνεπώς, με βάση την ερμηνεία αυτή με σιγουριά κανείς καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η παράνομη μετανάστευση είναι ένα ακόμη Σημείο των Καιρών!

Ωστόσο, παρατηρώντας κανείς πιο προσεκτικά την εξέλιξη της μη νόμιμης μετανάστευσης, με τη σημερινή της μορφή, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, γενικότερα και στην Ελλάδα, ειδικότερα, διαπιστώνει ότι το εν λόγω ζήτημα μετρά πάνω από δυο δεκαετίες ύπαρξης. Το γεγονός αυτό θεωρώ ότι δικαιολογεί επί της αρχής την άποψη πως η παράνομη μετανάστευση δεν μπορεί να είναι μια απλή παραβατική συμπεριφορά που εκδηλώνεται στα σύνορα, αλλά κάτι παραπάνω, εάν αναλογιστούμε τη διάρκεια και την έντασή της.


II. ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ

Εάν πράγματι κανείς συμφωνεί με την προηγούμενη άποψη που θέτει εν αμφιβόλω την εικόνα που κατά κανόνα οι κοινωνίες και τα θεσμικά όργανα των χωρών υποδοχής μη νομίμων μεταναστών έχουν σχηματίσει, τότε γίνεται αντιληπτό ότι μάλλον το ζήτημα δεν έχει γίνει κατανοητό σε όλη του τη διάσταση.

Το παρελθόν, κατά άλλους η ιστορία αποτελούν πάντα ή σχεδόν πάντα το μέσο κατανόησης πραγμάτων και αποκόμισης διδαγμάτων, μιας και τα γεγονότα, οι αποφάσεις και οι πράξεις που συνήθως τις συνοδεύουν, έχουν εκτεθεί στο φως του χρόνου και κριθεί εκ του αποτελέσματος για το βαθμό της ορθότητας τους.

Χρησιμοποιώντας λοιπόν το ίδιο αξιόπιστο μέσο για να κατανοήσουμε καλύτερα το όλο ζήτημα παρατηρούμε ότι, η μετανάστευση (νόμιμη ή μη) έχει ως κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματά της τη διαχρονικότητα και την πολυμορφικότητα. Συνακόλουθα της διαπίστωσης αυτής εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί κανείς για τους λόγους που δικαιολογούν τα χαρακτηριστικά αυτά.

Μια προσεκτική εξέταση δείχνει πως το επίκεντρο αυτής της κατάστασης είναι ο ίδιος άνθρωπος. Ιστορικά επιβεβαιώνονται μετακινήσεις από τη μια γεωγραφική περιοχή στην άλλη, για λόγους που συνδέονται σχεδόν αποκλειστικά με τα θέλω του ανθρώπου. Αναφέρω σχεδόν αποκλειστικά διότι εάν κανείς εξαιρέσει τις φυσικές καταστροφές που οδήγησαν και οδηγούν σε μετακινήσεις πληθυσμών, όλες οι υπόλοιπες αιτίες φυγής, μετακίνησης, μετανάστευσης, νόμιμης ή παράνομης, συναρτώνται με την ανθρώπινη βούληση.

Μέσα από αυτή την ανάλυση θεωρώ πως θα συμφωνείτε με το συμπέρασμα ότι τελικά η μετανάστευση παράνομη ή νόμιμη εξαιτίας της διαχρονικότητάς της είναι ένα φαινόμενο που τελικά, λόγω της διασύνδεσής του με τις ανθρώπινες επιθυμίες, θα εξακολουθήσει και στο μέλλον.

Εάν πράγματι συμφωνείτε με το συμπέρασμα αυτό, τότε είμαι βέβαιος ότι θα συναινέσετε και με τη διαπίστωση ότι είναι ανάγκη να επαναπροσδιορίσουμε την γνώμη μας για το εν λόγω θέμα ώστε να κατανοήσουμε το ζήτημα, σε όλη του τη διάσταση* 

ΙII. ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ – ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ

Το φαινόμενο της παράνομης μετανάστευσης αποτελεί πρώτης προτεραιότητας ζήτημα, για ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Επιβεβαίωση αυτής της διαπίστωσης αποτελεί το γεγονός ότι το κοινοτικό δίκαιο, κατά άλλους κεκτημένο, καθορίζει με τρόπο εξαντλητικό ή σχεδόν εξαντλητικό, όλες τις πτυχές και τα μέτρα που αφορούν στην ομοιόμορφη αντιμετώπιση του. Δεν είναι πλεονασμός να αναφέρω εδώ ότι, ο βαθμός κοινοτικοποίησης των λαμβανόμενων στα κράτη μάλη μέτρων, δεν περιορίζεται μόνο στον τομέα της παράνομης μετανάστευσης, αλλά ακόμη και σε αυτό της νόμιμης, καθώς και οι δυο περιπτώσεις αποτελούν τις δυο όψεις του ιδίου νομίσματος (μετανάστευση).

Χρονικό σημείο εκκίνησης – επί της ουσίας – των προσπαθειών κοινοτικοποίησης των στρατηγικών διαχείρισης του φαινομένου, αποτελεί το 1999, όπου με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ αποφασίζεται, μεταξύ των άλλων και η ενσωμάτωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση όλου του κεκτημένου που είχε μέχρι τότε διαμορφωθεί, στο πλαίσιο της συνεργασίας των χωρών Σένγκεν. 

Η πολιτική της Ένωσης για την αντιμετώπιση της παράνομης μετανάστευσης όπως είναι λογικό δεν ήταν και δεν είναι στατική, αλλά διαρκώς εξελισσόμενη, μιας και οι ανάγκες για την αποτελεσματική διαχείρισή της, διαφοροποιούνταν συστηματικά. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι εδώ και δυο περίπου δεκαετίες ή Ευρωπαϊκή Ένωση υιοθέτησε διάφορες πολιτικές, ορισμένες φορές εκ διαμέτρου αντίθετες μεταξύ τους. Αλλά ας δούμε κωδικοποιημένα ποιες ακριβώς ήταν αυτές οι πολιτικές. 

Πολλοί ίσως θυμούνται τα τέλη της δεκαετίας του 90, όπου η Ένωση υιοθέτησε μια σειρά αστυνομικών μέτρων που αποτέλεσαν και την αφορμή να χαρακτηριστεί στο σύνολό της η πολιτική αυτή και κατ’ επέκταση ολόκληρη η τότε Ευρωπαϊκή Ένωση ως ΄΄Ευρώπη Φρούριο΄΄.
Αντίθετα προς την πολιτική αυτή, στις αρχές της δεκαετίας του 2000 μια νέα στρατηγική ήρθε να αντικαταστήσει τα μέτρα που μετέτρεψαν την Ευρώπη σε ΄΄φρούριο΄΄, με εκείνα που υποστήριζαν την άποψη της αντιμετώπισης της παράνομης μετανάστευσης, μέσω της προώθησης και εφαρμογής μέτρων ελεγχόμενης μετανάστευσης.

Παρά την υιοθέτηση αυτής της φιλελεύθερης πολιτικής, στη διαχείριση της μη νόμιμης μετανάστευσης, τα μέτρα δεν απέδωσαν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα και τα κράτη μέλη της Ένωσης σύντομα άρχισαν να βιώνουν πιο έντονα τη μεταναστευτική πίεση, καθώς οι νομίμως εισερχόμενοι μετανάστες μετατρέπονταν σε παρανόμως διαμένοντες, αφού παραβίαζαν τις αρχικές προϋποθέσεις νομίμου εισόδου τους στο κοινό χώρο Ελευθερίας Ασφάλειας και Δικαιοσύνης.

Έτσι η Ευρώπη οδηγήθηκε στην υιοθέτηση του Ευρωπαϊκού Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο (2008) το οποίο ήρθε (εννοώ μεταφορικά) να εξισορροπήσει δυο εκ διαμέτρου αντίθετες μεταξύ τους πολιτικές. Η αποδοχή εκ μέρους όλων των κρατών μελών της Ένωσης του εν λόγω Συμφώνου, ερμηνεύθηκε ως ωριμότητα της Ευρώπης στην κατανόηση και διαχείριση ενός σύνθετου και όχι απλά αστυνομικού προβλήματος. Προσωπικά ανήκω στους ανθρώπους αυτούς που υποστηρίζουν αυτή την προσέγγιση.

Συγκεκριμένα, το Σύμφωνο αυτό για πρώτη φορά αναγνώρισε πως

Ø η διεθνής μετανάστευση αποτελεί μια πραγματικότητα που θα διαιωνίζεται, όσο διατηρούνται οι ανισότητες πλούτου και ανάπτυξης μεταξύ των διαφόρων περιοχών του κόσμου, καθώς και ότι,

Ø η μη ελεγχόμενη μετανάστευση μπορεί να διαταράξει τη συνοχή του κοινωνικού ιστού στις χώρες προορισμού.

Συνεπώς, η οργάνωση της μετανάστευσης πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ικανότητα υποδοχής της Ευρώπης και κατ’ επέκταση των χωρών μελών της, από απόψεως αγοράς εργασίας, στέγασης και υγειονομικών, εκπαιδευτικών και κοινωνικών υπηρεσιών, και να προστατεύει τους μετανάστες από τον κίνδυνο να πέσουν θύματα εκμετάλλευσης εγκληματικών δικτύων.

Για την υλοποίηση της νέας αυτής πολιτικής το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ανέλαβε να φέρει σε πέρας πέντε θεμελιώδεις δεσμεύσεις, οι οποίες συνεχίζουν να μετουσιώνονται σε συγκεκριμένα μέτρα και με το πρόγραμμα της Στοκχόλμης (2009-2014):

Ø οργάνωση της νόμιμης μετανάστευσης, λαμβάνοντας υπόψη τις προτεραιότητες, τις ανάγκες και τις δυνατότητες υποδοχής κάθε κράτους μέλους, και ενθάρρυνση της ενσωμάτωσης,

Ø καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης, εξασφαλίζοντας την επιστροφή των παράνομων μεταναστών στις χώρες καταγωγής τους ή σε χώρα διέλευσης,

Ø ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των συνοριακών ελέγχων,

Ø συγκρότηση της Ευρώπης ως χώρου ασύλου,


Ø δημιουργία σφαιρικής εταιρικής σχέσης με τις χώρες καταγωγής και διέλευσης ευνοώντας τη συνέργεια μεταξύ μετανάστευσης και ανάπτυξης.

Α. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΕΣΜΕΥΣΕΩΝ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΝΟΜΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

Κατ’ αρχήν θα πρέπει να σημειώσω ότι η επιλογή των μέτρων υλοποίησης, των όσων αποφασίσθηκαν με το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο, για την αντιμετώπιση της παράνομης μετανάστευσης, δε στηρίζεται σε μια διαδικασία – στους κόλπους της Ένωσης – στοχασμού και αναζήτησης νέων δράσεων νομικού ή/και επιχειρησιακού χαρακτήρα, αλλά σε ένα κοινά προκαθορισμένο μοντέλο[2], σχετικό με το εν λόγω ζήτημα.

Συγκεκριμένα, πρόκειται για το μοντέλο που αφορά στη ολοκληρωμένη διαχείριση των ευρωπαϊκών συνόρων, το οποίο συνιστά σημαντικό εργαλείο για τη διασφάλιση της εσωτερικής ασφάλειας των κρατών μελών και, πιο συγκεκριμένα, για την πρόληψη και την αποκάλυψη των πραγματικών διαστάσεων της παράνομης μετανάστευσης και του σχετιζόμενου με αυτήν εγκλήματος, καθώς και των άλλων μορφών διασυνοριακού εγκλήματος.

Η ολοκληρωμένη διαχείριση των συνόρων (ΟΔΣ) είναι μία έννοια η οποία συναρθρώνεται από τις ακόλουθες διαστάσεις:

- τον έλεγχο των συνόρων (έλεγχοι και επιτήρηση) όπως ορίζεται στον Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν, περιλαμβανομένης της σχετικής ανάλυσης κινδύνου και της συλλογής πληροφοριών σχετικά με εγκλήματα

- την ανίχνευση και έρευνα όσον αφορά διασυνοριακά εγκλήματα σε συντονισμό με όλες τις αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου

- το μοντέλο τεσσάρων βαθμίδων πρόσβασης για τους ελέγχους (μέτρα σε τρίτες χώρες, συνεργασία με γειτονικές χώρες, συνοριακοί έλεγχοι, μέτρα ελέγχου εντός του χώρου ελεύθερης διακίνησης, συμπεριλαμβανομένης της επιστροφής)

- τη διυπηρεσιακή συνεργασία για τη διαχείριση των συνόρων (συνοριακοί φρουροί, τελωνεία, αστυνομία, εθνική ασφάλεια και άλλες αρμόδιες αρχές) και τη διεθνή συνεργασία

- το συντονισμό και τη συνοχή των δραστηριοτήτων των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων με αυτές άλλων οργάνων της Κοινότητας και της Ένωσης.

Η συνεκτικότητα μεταξύ αυτών των διαστάσεων και του τρόπου εφαρμογής τους από τα κράτη Σένγκεν αποτελεί το κλειδί για την επιτυχία της έννοιας της ολοκληρωμένης διαχείρισης των συνόρων. Η τελευταία αυτή αναφορά καταδεικνύει και την κατεύθυνση των μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί ή πρόκειται να ληφθούν στο προσεχές μέλλον, στους τομείς που αναφέρει το Μοντέλο για την Ολοκληρωμένη Διαχείριση των Ευρωπαϊκών Συνόρων.

Ειδικότερα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή που αποτελεί την ατμομηχανή της Ένωσης τόσο από πλευράς προστασίας του κεκτημένου, όσο και από αυτής της ανάπτυξής του (νομοθετικές πρωτοβουλίες κ.ά.), προώθησε και συνεχίζει να προωθεί πρωτοβουλίες που στοχεύουν στη διασφάλιση:

ü Της ομοιομορφίας στον τρόπο εφαρμογής από τα κράτη μέλη των μέτρων που αποφασίζονται στους κόλπους της Ένωσης, μέσω του συντονισμού της επιχειρησιακής συνεργασίας,

ü της συνεργασίας με τις τρίτες χώρες προέλευσης και/ή διέλευσης της παράνομης μετανάστευσης,

ü της πρόσβασης των αιτούντων διεθνή προστασία στα εθνικά συστήματα παροχής προστασίας των κρατών μελών και βεβαίως,

ü της προστασίας και του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Β. ΕΘΝΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΑ ΜΕΤΡΑ

Η Ελλάδα, όπως και όλα τα υπόλοιπα κράτη μέλη της Ε.Ε. διαμορφώνουν την εθνική τους στρατηγική, για την αντιμετώπιση της παράνομης μετανάστευσης, σύμφωνα με τις αρχές και τους κανόνες που υιοθετούνται κάθε φορά στην κοινότητα.

Η επιλογή της προσαρμογής μας προς το κοινοτικό κεκτημένο δεν είναι μόνο συμβατική μας υποχρέωση, αλλά θεμελιώδες στοιχείο και ζητούμενο για την εξασφάλιση της αναγκαίας συνοχής στην Ένωση. Βεβαίως, εξυπακούεται ότι ιδιαίτερα μέτρα (εθνικά) σχεδιάζονται και εφαρμόζονται στην πράξη, λόγω της διαφορετικότητας και της έντασης που μπορεί να παρουσιάζει το φαινόμενο στα εξωτερικά σύνορα των κρατών μελών.

Με βάση τα παραπάνω η χώρα μας, γενικότερα, και το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη, ειδικότερα, το οποίο έχει την κύρια ευθύνη παρακολούθησης και διαχείρισης του φαινομένου, έχει σχεδιάσει και υλοποιεί μια σειρά από μέτρα και δράσεις που περιλαμβάνονται σχεδόν στο σύνολό τους σε δυο Εθνικά Σχέδια Δράσης που αφορούν στο συντονισμό της συνεργασίας, σε εθνικό επίπεδο, στα εξωτερικά σύνορα, στην υποδοχή και φιλοξενία των παρανόμων μεταναστών και των ευάλωτων ομάδων, στον επαναπατρισμό και στην παροχή διεθνούς προστασίας.

Από τη μέχρι σήμερα αξιολόγηση των μέτρων που εκδηλώνουμε στο πλαίσιο εφαρμογής της εθνικής μας στρατηγικής, από τα αρμόδια κοινοτικά όργανα, επιβεβαιώνεται η ορθότητα των επιλογών μας. Επιβεβαίωση αυτής της θετικής για τη χώρα μας εξέλιξης αποτελεί η μείωση της έντασης του φαινομένου στην περιοχή του Έβρου, σε ποσοστό που αγγίζει το 97%, σε σχέση με το παρελθόν έτος (2011) και, η έκθεση αξιολόγησης που συντάχθηκε για τη χώρα μας από ειδική για το σκοπό αυτό επιτροπή αξιολόγησης. 

Δυσκολίες εξακολουθούν να εντοπίζονται σε θέματα κυρίως υποδοχής και ταχύτητας παροχής ασύλου, διότι παρά το θετικό αντίκτυπο των μέτρων που λαμβάνουμε και τη μείωση του αριθμού των συλλήψεων παρανόμως εισερχόμενων και διαμενόντων στην Ελλάδα αλλοδαπών, οι αριθμοί εξακολουθούν να είναι υψηλοί, αρκετά πάνω από το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, από τις αρχές τρέχοντος έτους μέχρι και το Νοέμβριο, έχουν συλληφθεί 73.976 αλλοδαποί, της υπόψη κατηγορίας, έναντι 92.163 που συνελήφθησαν το 2011. Δηλαδή μείωση της τάξεως του 19,73%.

Η ένταση αυτού του επιπέδου επιβαρύνει υπέρμετρα τα εθνικά συστήματα υποδοχής – φιλοξενίας και παροχής προστασίας και δημιουργεί επίσης τη λανθασμένη εντύπωση της απουσίας των αναγκαίων συνθηκών ανθρώπινης φιλοξενίας, των μη νομίμων μεταναστών, από μέρους της ελληνικής πολιτείας.

Αυτή η κατάσταση έχει αναδειχθεί και εκτιμάται ότι έχει γίνει ως ένα βαθμό αντιληπτή στους κόλπους της Ένωσης, η οποία αναγνωρίζει πως η ορθότητα των μέτρων δεν μπορεί να συναρτάται με την ένταση των μεταναστευτικών ροών που δέχεται η χώρα μας, καθώς τα αριθμητικά μεγέθη και δεδομένα που αντιμετωπίζουμε ξεπερνούν κατά πολύ την μεταναστευτική πίεση που δέχονται άλλα κράτη μέλη την Ε.Ε.. 


IV. Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ – ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΟΥ

Θα ενθυμείστε όταν στο κεφάλαιο που αφορούσε στην κατανόηση του ζητήματος κατέληξα στην άποψη ότι είναι ανάγκη να επαναπροσδιορίσουμε την γνώμη μας για το εν λόγω ζήτημα, ώστε να το κατανοήσουμε σε όλη του τη διάσταση, καθώς φαίνεται πως τα λαμβανόμενα μέτρα καίτοι ορθολογικά θα πρέπει να λάβουν υπόψη και τη διασύνδεσή του φαινομένου με τις ανθρώπινες επιθυμίες και ανάγκες.

Για να γίνω πιο σαφής οι μέχρι σήμερα προσπάθειές μας κινούνται προς την κατεύθυνση καταπολέμησης του φαινομένου, δηλαδή στην λυσιτελή αντιμετώπισή του από τα εντεταλμένα όργανα τη πολιτείας.

Παραβλέπουμε όμως το γεγονός ότι διαχειριζόμαστε ένα ανθρώπινο ποτάμι επιθυμίας ή ανάγκης που προσπαθεί να βρει μια διέξοδο για να εισχωρήσει στη δική του γη της επαγγελίας. Ακόμη και εάν καταφέρουμε να αποτρέψουμε την εισροή του στη χώρα μας το ποτάμι αυτό θα αναζητήσει και τελικά θα βρει ένα άλλο αδύναμο ανάχωμα το οποίο θα διαπεράσει, για να εκπληρώσει τελικά αυτό που ανθρώπινη φύση και η ανάγκη επιβάλει. 

Αν λοιπόν κατανοήσουμε ότι η προσπάθεια καταπολέμησης ενός φαινομένου που διακρίνεται για τη διαχρονικότητά του θα πρέπει να μετατραπεί σε προσπάθεια ελέγχου, τότε θα συμβάλουμε ουσιαστικά στο να κατανοήσει και η κοινωνία μας την πραγματική διάσταση του ζητήματος καταρρίπτοντας με μιας λανθασμένες εντυπώσεις και ερμηνείες που τελικά οδηγούν σε λανθασμένες εκδηλώσεις αγανάκτησης, ακόμη και σε ξενοφοβικά σύνδρομα. 

Εύλογα θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς γιατί θα πρέπει η ελληνική κοινωνία να κατανοήσει το όλο ζήτημα;

Αγαπητοί φίλοι, η χάραξη μιας πολιτικής – στρατηγικής από τη συντεταγμένη πολιτεία δεν μπορεί και δεν πρέπει είναι αποκομμένη από την κοινωνία, γιατί τελικά τα δικά της συμφέροντα εξυπηρετεί. Άρα η από κοινού κατανόηση του ζητήματος θα διευκολύνει στη διαμόρφωση κλίματος συναντίληψης που σήμερα δεν υφίσταται στον βαθμό που θα έπρεπε, αφού το όλο ζήτημα αφορά τον κάθε έλληνα χωριστά και την πολιτεία ως σύνολο.

Όλοι αναγνωρίζουμε πια τη μη νόμιμη μετανάστευση ως μείζον εθνικό και Ευρωπαϊκό θέμα, αλλά όταν καλούμεθα να συνεισφέρουμε στον έλεγχο της, τότε μεταφέρουμε το βάρος της ευθύνης αντιμετώπισης είτε η μια τοπική κοινωνία στις πλάτες της άλλης ή στις αρμόδιες αρχές για να το διαχειριστεί με αστυνομικά μέτρα. 

V. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ



Η Ελλάδα εξαιτίας μιας σειράς παραγόντων είναι και θα εξακολουθήσει να είναι εκτεθειμένη στις μεταναστευτικές ροές που καταλήγουν στα Ανατολικά της, κυρίως, σύνορα.

Η μέχρι σήμερα εθνική στρατηγική ελέγχου του φαινομένου φαίνεται να αποδίδει καρπούς. Η επιτυχία της όμως θα κριθεί κατά την άποψή μου από δυο παράγοντες:

o Την εξασφάλιση συνέχειας στην αποτελεσματικότητα μας.

o Το βαθμό εμπιστοσύνης και συμπαράστασης της κοινωνίας μας στην επίσημη πολιτεία σε αυτή την εθνική προσπάθεια.

Οι παράνομα εισερχόμενοι μετανάστες είναι στην πλειοψηφία τους απελπισμένοι άνθρωποι που ανακαλύπτουν δυστυχώς εκ των υστέρων τη σκληρή πραγματικότητα της επιλογής τους.

Οι παρανόμως διαμένοντες αλλοδαποί μπορεί να αποτελέσουν απειλή για την κοινωνία μας. 

Είναι λοιπόν καθήκον όλων μας (κοινωνίας και πολιτείας) να υποδεχθούμε και να περιθάλψουμε αξιοπρεπώς τους ανθρώπους αυτούς και να τους προστατέψουμε από το να εξελιχθούν σε απειλή για την εσωτερική μας ασφάλεια, μέχρι να τους επαναπατρίσουμε ή τους ενσωματώσουμε στην κοινωνία μας. Με αφορεσμούς, ξενοφοβικά σύνδρομα και αστυνομικά μόνο μέτρα δεν πρόκειται να καταφέρουμε τίποτα. Συνεπώς, θα πρέπει πολιτεία και κοινωνία να πορευτούν μαζί διότι «το προλαμβάνειν είναι καλύτερο από το θεραπεύειν».

[1] Με τον όρο Αναπτυγμένες χώρες δεν εννοούνται αποκλειστικά και μόνο οι οικονομικά εύρωστες, αλλά και αυτές που έχουν αναπτύξει και εφαρμόζουν κοινωνικά, προνοιακά και δικαιϊκά συστήματα που έχουν ως προτεραιότητα τον άνθρωπο και την εξασφάλιση των ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων του. 

[2] Υιοθετήθηκε κατά την 2768η σύνοδο του Συμβουλίου «Δικαιοσύνη και Εσωτερικές Υποθέσεις» που συνήλθε στις Βρυξέλλες στις 4-5 Δεκεμβρίου 2006.

Λιμενική Ρότα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου