Τι αληθινά γνωρίζουμε για το έγκλημα και την εγκληματικότητα, τη βία και τη παραβατικότητα; Είναι όλες οι παρεκκλίνουσες συμπεριφορές «εγκλήματα»;Ποιος είναι τελικά ο εγκληματίας; Ποιοι παράγοντες ωθούν κάποιον σε μια εγκληματική πράξη; Ποιος ο ρόλος των θυμάτων στην αντιμετώπιση του εγκλήματος; «Σωφρονίζει» το σωφρονιστικό μας σύστημα; Το μόνο σίγουρο είναι ότι η Εγκληματολογία είναι μια ασυνήθιστη επιστήμη που προσπαθεί να εξαλείψει το ίδιο το αντικείμενο μελέτης της!

5 Ιαν 2016

Λαθρεμπόριο Έργων Τέχνης και Ενάλιων Αρχαιοτήτων, Η σύληση της πολιτιστικής κληρονομιάς ως ένα διεθνές έγκλημα

Της Ερασμίας Μπίτσικα
Η παράνομη διακίνηση πολιτιστικής κληρονομιάς είναι ένα διεθνές έγκλημα που πλήττει τόσο τις χώρες προέλευσης, όσο και τις χώρες διέλευσης και τελικού προορισμού, τόσο τις αναπτυγμένες όσο και τις αναπτυσσόμενες χώρες. Πολλά παραδείγματα δείχνουν ότι η κλοπή έργων τέχνης, και συναφώς η αρχαιοκαπηλία, αποτελούν μάστιγα στις ημέρες μας. Κατά τον πρόσφατο εμφύλιο πόλεμο στη γειτονική Λιβύη κλάπηκαν και διακινήθηκαν παράνομα μεγάλοι θησαυροί, αγάλματα, νομίσματα και κοσμήματα. Στη δική μας πρόσφατη
περίπτωση κλάπηκαν από το Μουσείο της Ιστορίας των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ολυμπία πολλά νομίσματα, κοσμήματα, αναθηματικά πήλινα αγαλματίδια και παλαιότερα από την Εθνική Πινακοθήκη ένας πίνακας του Πικάσο, ένας Μοντριάν και ένας Γκουλιέλμο. Δυστυχώς, δεν λαμβάνονται προληπτικά μέτρα προστασίας με συστηματικό τρόπο και μερίδιο ευθύνης, εκτός των ιθυνόντων που χαράσσουν πολιτικές, έχουν και οι αρμόδιοι διευθυντές μουσείων, οι οποίοι δείχνουν κατά περίπτωση να αδιαφορούν με αποτέλεσμα να μην ανανεώνεται ο τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός, να μην εκπαιδεύονται σωστά οι φύλακες, ενώ ενδεχομένως να δαπανώνται αρκετά κονδύλια στον τομέα των δημοσίων σχέσεων. 

Η μαύρη αγορά έργων τέχνης αποτελεί μία από τις τέσσερις πιο προσοδοφόρες παράνομες δραστηριότητες εμπορίου με τζίρο 6 δις ευρώ και αποτελεί φαινόμενο που δυστυχώς εντείνεται με τα χρόνια αλλάζοντας συνέχεια μορφή. Ενώ μέχρι το 19ο αιώνα το ενδιαφέρον των αρχαιοκάπηλων περιοριζόταν στα αρχαία λείψανα και τα χειρόγραφα, ιδιαίτερα μετά το 1950 επεκτάθηκε στις βυζαντινές εικόνες, στα δημιουργήματα του λαϊκού πολιτισμού και στις ενάλιες αρχαιότητες. Πολλά αντικείμενα καταλήγουν σε ιδιωτικές συλλογές που ως επί το πλείστον αποτελούνται από κλαπέντα αντικείμενα. Σήμερα, πολλά αρχαία ελληνικά αντικείμενα που προέρχονται από κλοπές ή λαθρανασκαφές βρίσκονται σε συλλογές των μουσείων στην Ιαπωνία, στο Κατάρ και στο Ισραήλ. Φυλλομετρώντας κανείς τους καταλόγους μερικών μόνο αμερικάνικων μουσείων αντιλαμβάνεται εύκολα την καταστροφή που προκάλεσαν στη χώρα μας οι οργανωμένες αρχαιοκαπηλίες. Ελάχιστα επαναπατρίζονται και ύστερα από διαβήματα των εθνικών κρατών. Στο πλαίσιο αυτό κινείται ο Ν.4026/2011 κύρωσης του μνημονίου συνεργασίας μεταξύ της Ελλάδας και των ΗΠΑ, με το οποίο η τελευταία δεσμεύεται να περιορίσει την εισαγωγή στις ΗΠΑ αρχαιολογικού υλικού που χρονολογείται από την Ανώτερη Παλαιολιθική Περίοδο (20.000 π.Χ. περίπου) μέχρι και τον 15ο αιώνα μ.Χ., καθώς και εκκλησιαστικού εθνολογικού υλικού που εκπροσωπεί τον Βυζαντινό πολιτισμό από περίπου τον 4ο αιώνα μέχρι και τον 15ο αιώνα μ.Χ., αλλά και να παρέχει τεχνογνωσία στους τομείς διαχείρισης πολιτιστικών πόρων και ασφάλειας.

Οι τραγικές συνέπειες της λαθρανασκαφής και της παράνομης ανέλκυσης από το βυθό είναι ότι τα αποκομμένα αυτά κομμάτια που έχουν αφαιρεθεί από το συγκεκριμένο πλαίσιο της ανασκαφής τους δεν έχουν καμία ιστορική αξία. Οι αρχαιολόγοι και οι συνάδελφοί τους (οι οποίοι κατά 73,4% παραδέχονται ότι έχουν παρατηρήσει ζημιές και λεηλασίες στον χώρο που εργάζονται), πιστεύουν ότι η λαθρανασκαφή καταστρέφει τις πληροφορίες που θα μπορούσαμε να μάθουμε για πολλούς αρχαίους πολιτισμούς του κόσμου μας. Τα αναντικατάστατα αυτά τεχνουργήματα, που ποτέ δεν μετακινήθηκαν από την αρχική θέση απόθεσής τους, είναι η μόνη πηγή πληροφοριών που έχουμε και που χάνεται για πάντα, αν αυτά κλαπούν. Είναι οι μάρτυρες της πορείας μας μέσα στο χρόνο, είναι «σπαράγματα» ιστορίας μέσα από τα οποία γνωρίζουμε καλύτερα και τον εαυτό μας. Όμως, η αρχαιοκαπηλία είναι ομολογουμένως τόσο εκτεταμένη σε κάποιες χώρες που έχουμε χάσει πλέον κάθε ελπίδα να μελετήσουμε το παρελθόν και να γνωρίσουμε την ιστορία τους.

Τα πολιτιστικά αγαθά κάθε χώρας –μεταξύ των οποίων και τα άυλα- αποτελούν ταυτόχρονα συστατικά του πολιτισμού ολόκληρης της ανθρωπότητας και η προστασία τους είναι θεμελιώδης για την προώθηση της κατανόησης μεταξύ των λαών, την διάδοση και πρόοδο του πολιτισμού και την ευημερία της ανθρωπότητας. Λόγω της ολοένα αυξανόμενης παράνομης διακίνησης πολιτιστικών αγαθών ενεργοποιήθηκε νωρίς η διεθνής κοινότητα, ιδιαίτερα τη μεταπολεμική περίοδο, προς την κατεύθυνση της δημιουργίας ενός διεθνούς νομικού συστήματος. Η Σύμβαση της UNESCO που υπογράφηκε στη Χάγη το 1954 σκοπό είχε την προστασία των πολιτιστικών αγαθών σε περίπτωση ένοπλης σύρραξης. Αργότερα η Διεθνής Σύμβαση UNESCO (Παρίσι,1970) έβαλε φραγμό στο ανεξέλεγκτο εμπόριο λεηλατημένων αρχαιοτήτων απαγορεύοντας και παρεμποδίζοντας οποιαδήποτε παράνομη εισαγωγή, εξαγωγή και μεταβίβαση κυριότητας πολιτιστικών αγαθών αμφισβητούμενης ή άγνωστης προέλευσης. Έπειτα, στους Δελφούς υπεγράφη η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Αδικήματα σχετικά με τα Πολιτιστικά Αγαθά (23-06-1985). Τέλος, με τη Σύμβαση UNIDROIT (Ρώμη, 24-6-1995) που κυρώθηκε στην Ελλάδα με τον Ν.3348/2005 (ΦΕΚ144) ικανοποιούνται αιτήματα απόδοσης κλαπέντων πολιτιστικών αγαθών και επιστροφής πολιτιστικών αγαθών που απομακρύνθηκαν από το έδαφος Συμβαλλόμενου Κράτους, κατά παράβαση του δικαίου του που ρυθμίζει την εξαγωγή των πολιτιστικών αγαθών. Όπως προείπαμε η μέριμνα για την προστασία των αρχαιοτήτων στην Ελλάδα, κινητών και ακίνητων, ανήκει στο κράτος σύμφωνα με την ισχύουσα αρχαιολογική νομοθεσία και το Σύνταγμα της χώρας μας. Έτσι, στον Ποινικό Κώδικα (23ο κεφάλαιο, Εγκλήματα κατά της Ιδιοκτησίας) βάσει του άρθρου 374 η κλοπή τιμωρείται με κάθειρξη δέκα (10) ετών και εφαρμόζεται σε πέντε περιπτώσεις, δύο εκ των οποίων είναι οι ακόλουθες: α)αν από τόπο προορισμένο για θρησκευτική λατρεία αφαιρείται πράγμα αφιερωμένο σε αυτή, β)αν αφαιρέθηκε πράγμα επιστημονικής, καλλιτεχνικής, αρχαιολογικής ή ιστορικής σημασίας που βρισκόταν σε συλλογή εκτεθειμένη σε κοινή θέα ή σε δημόσιο οίκημα ή σε άλλο δημόσιο τόπο. 

Ο INTERPOL δημοσίευσε την πρώτη του ανακοίνωση με τα κλαπέντα έργα τέχνης το 1947. Σήμερα στη βάση δεδομένων του έχουν πρόσβαση πολλά μέλη και φορείς ανά τον κόσμο και για την πάταξη της αρχαιοκαπηλίας συνεργάζεται με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών για την Εκπαίδευση, την Επιστήμη και τον Πολιτισμό (UNESCO), το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων (ICOM), τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα (UNODC) και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τελωνείων (WCO). Ως ενισχυτικούς παράγοντες στο έγκλημα αυτό με το πέρασμα του χρόνου ο INTERPOL αναφέρει τη βελτίωση των συστημάτων μεταφορών και την πολιτική αστάθεια ορισμένων χωρών, γι’ αυτό στις ανακοινώσεις του καλεί τους έμπορους έργων τέχνης να διαδραματίσουν ενεργό ρόλο στην ανταλλαγή πληροφοριών. Στην ιστοσελίδα του INTERPOL μπορεί να βρει κανείς τις πρόσφατες κλοπές έργων τέχνης, τα ανακτημένα έργα, τα αζήτητα έργα, τα κλεμμένα ιρακινά και αφγανικά πολιτιστικά αγαθά, επίσης, αφίσες με τα πιο καταζητούμενα κλεμμένα έργα, βίντεο για την αντιμετώπισης του παράνομου εμπορίου έργων τέχνης στην ΝΑ Ευρώπη, λίστα με κλεπταποδόχους κ.α. 
Όσον αφορά στην εσωτερική δομή του εγκληματικού φαινομένου, γνωρίζουμε ότι το διεθνές εμπόριο διαθέτει ένα πολύπλοκο αλλά ορατό σύστημα λειτουργίας για το "ξέπλυμα" και τη νομιμοποίηση των λαθρανασκαφών στις χώρες που είναι πλούσιες σε αρχαιότητες. Όντας ένα από τα μεγαλύτερα εμπόρια παγκοσμίως, το εμπόριο αρχαιοτήτων περιλαμβάνει τους κλέφτες σε τοπικό επίπεδο, τους αρχαιοκάπηλους μεγάλης κλίμακας, τις διεθνείς συνδέσεις με οίκους δημοπρασίας, γκαλερί, μουσεία, ντίλερ και συλλέκτες. Με τη βοήθεια των ενδιάμεσων (middle-men) τα κλοπιμαία από τους αρχαιολογικούς χώρους «ξεπλένονται» και διακινούνται στις νόμιμες αγορές. Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι ο «υπόκοσμος» της λαθρεμπορίας αρχαιοτήτων έχει «πολίτες» όλων των κατηγοριών, φτωχούς και πλούσιους. Τα κίνητρα είναι κοινά: το κέρδος και η εμμονή για την τέχνη. Η όλη διακίνηση εκτελείται από άτομα σε θέσεις «κλειδιά» τόσο στον «επάνω» νόμιμο κόσμο όσο και στον παράνομο «υπόκοσμο». Πρόθυμοι λαθρανασκαφείς εντοπίζονται συχνά και από παλαιοπώληδες που αποτελούν σύνδεσμο με τους υπόλοιπους φορείς του δικτύου παράνομης προώθησης αρχαιοτήτων. Οι μεγάλες επιχειρήσεις απαιτούν χρήματα, οπότε εύλογα σκέφτεται κανείς ότι πολλές εγκληματικές οργανώσεις που διακινούν όπλα ή ναρκωτικά να ασχολούνται και με την διακίνηση έργων τέχνης, ως πιο επιτήδειοι και έμπειροι. Πρόκειται για δίκτυο με χαλαρούς δεσμούς που επηρεάζεται περισσότερο από τις διεθνείς δυνάμεις της αγοράς και δεν αποτελεί συμβατικό οργανωμένο έγκλημα για να παταχθεί τόσο εύκολα. Υπάρχουν και περιπτώσεις που κυκλώματα (συνήθως οικογένειες) προσλαμβάνουν με το αζημίωτο αρχαιολόγους να εργαστούν απευθείας γι’ αυτούς. Η ζήτηση είναι το κύριο αίτιο που ενισχύει την αρχαιοκαπηλία και την παράνομη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών. Για τον καθηγητή Εγκληματολογίας Β. Bawman πρόκειται για μια «γκρι» διεθνική αγορά με νόμιμες και παράνομες δυνάμεις, όπου ενώ τα μέσα για την απόκτηση των πολιτιστικών αγαθών είναι εντελώς παράνομα, το εμπόριο γίνεται με καθόλα νόμιμους τρόπους και σε αντίθεση με τα ναρκωτικά και τα όπλα, τα λαθραία έργα τέχνης προωθούνται κανονικά στην αγορά.

Ο αρχαιολόγος Νήλ Μπρόντι, Διευθυντής του Κέντρου Ερευνών Παράνομων Αρχαιοτήτων του Πανεπιστημίου του Καίημπριτζ, υποστηρίζει πως ο χώρος αυτός πολύ σωστά αντιμετωπίζεται ως «κύκλωμα», καθώς επαναλαμβάνονται διαρκώς τα ίδια ονόματα σε διάφορους συνδυασμούς, κάτι που διαπιστώνεται και στις αίθουσες των δικαστηρίων, όπου σε διεθνείς υποθέσεις έχουν ακουστεί τρανταχτά ονόματα μεγάλων μουσείων, μεγάλων οικογενειών και αρχαιολόγων. Είναι γνωστό ότι ένα μεγάλο μέρος της τέχνης λεηλατείται από τα κυκλώματα του οργανωμένου εγκλήματος που διαθέτουν εξουσία και «ξεπλένουν» πολύ χρήμα με αυτόν τον τρόπο. Στο ντοκιμαντέρ «Κύκλωμα» του σκηνοθέτη Ανδρέα Αποστολίδη αποκαλύπτεται πως «το εμπόριο των αρχαιοτήτων διαθέτει πολύ χρήμα και δεν έχει εθνική ταυτότητα». Ο ίδιος επιρρίπτει ευθύνες στο υπουργείο Πολιτισμού που, όπως λέει, δεν διαθέτει ακόμη «έναν ισχυρό μηχανισμό» που θα παρακολουθεί το εμπόριο των αρχαιοτήτων και τον επαναπατρισμό των αντικειμένων που προέρχονται από αρχαιοκαπηλία και κλοπές.

Ενάλιες Αρχαιότητες: Η πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας αποτελείται από τα πολιτιστικά αγαθά που βρίσκονται εντός των ορίων της ελληνικής επικράτειας, συμπεριλαμβανομένων των χωρικών υδάτων, καθώς και εντός θαλάσσιων ζωνών στις οποίες η Ελλάδα ασκεί σχετική δικαιοδοσία σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Η χώρα μας βρίθει αρχαιολογικών θησαυρών, γι’ αυτό και τα κρούσματα λαθρανασκαφών και αρχαιοκαπηλίας στους βυθούς είναι πάρα πολλά! 

Πάνω από 6.000 ναυάγια αρχαίων πλοίων με αρχαία κράνη, αγάλματα, κεραμική, κοσμήματα κινδυνεύουν τα τελευταία χρόνια στην χώρα μας, ιδιαίτερα από εταιρίες με οργανωμένα προγράμματα κατάδυσης και ανέλκυσης αρχαιοτήτων, οι οποίες διαθέτουν προηγμένες συσκευές ανίχνευσης. Με τον Ν.3409/2005 επιτρέπεται η άσκηση υποβρύχιας δραστηριότητας στη θάλασσα με αναπνευστικές συσκευές ή άλλα υποθαλάσσια μέσα, χάριν αναψυχής. Έτσι, απελευθερώνεται η αυτόνομη κατάδυση στις ακτές της χώρας εκτός από τις περιοχές για τις οποίες συντρέχουν λόγοι ειδικού ενδιαφέροντος (αρχαιολογικού ή οικολογικού ενδιαφέροντος). Οι περιοχές εναλίων αρχαιολογικών χώρων προσδιορίζονται από τις αρμόδιες Υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 15 του ν.3028/2002 (ΦΕΚ 153Α΄). Κατ’ εξαίρεση κάποιοι κηρυγμένοι ενάλιοι αρχαιολογικοί χώροι μπορούν να χαρακτηρίζονται ως υποβρύχια μουσεία, στα οποία επιτρέπεται καθοδηγούμενη κατάδυση, πάντα με συνοδεία δυτών φυλάκων αρχαιοτήτων ή αρχαιολόγων. Σημαντικός είναι ο ρόλος της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων του ΥΠΠΟ και Τουρισμού που ασχολείται με την έρευνα, συντήρηση εναλίων αρχαίων και μεριμνά για την προστασία αυτών. Πιο συγκεκριμένα η Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών είναι αρμόδια για την αναζήτηση, την τεκμηρίωση προέλευσης και διακίνησης και την διεκδίκηση κινητών μνημείων, τα οποία είναι προϊόντα κλοπής, υπεξαίρεσης, παράνομης ανασκαφής ή ανέλκυσης από τον βυθό. Επίσης, από το Τμήμα Τεκμηρίωσης, Δημοσίευσης και Αρχείου καταγράφονται τα αρχαία κτίσματα, ναυάγια και οι πόλεις που βρίσκονται στο βυθό, καθώς και τα αρχαία κινητά ευρήματα που ανελκύονται από αυτόν, ενώ ταυτόχρονα καταρτίζεται σχετικό αρχείο φωτογραφιών, διαφανειών, ταινιών, σχεδίων χαρτών και κήρυξης κατόχων αρχαίων. Τέλος, η Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων σε στενή συνεργασία με τις κατά τόπους λιμενικές αρχές ασκεί έλεγχο στις θαλάσσιες και υποβρύχιες δραστηριότητες, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο. 

Ως λύση για την αντιμετώπιση της αρχαιοκαπηλίας και του λαθρεμπορίου αρχαιοτήτων προτείνεται να ενισχυθεί η ευαισθητοποίηση του κοινού με διαφημιστικές καμπάνιες και εκπαιδευτικό υλικό στα σχολεία για την διάσωση και διατήρηση της πολιτιστικής του κληρονομιάς, που αποτελεί ταυτόχρονα και ταυτότητά του, αλλά και να αυστηροποιηθούν οι ποινές για τους διακινητές και εμπόρους παράνομων αγαθών. Επιπλέον, κρίνεται απαραίτητη η συστηματική παροχή πληροφοριών από τις Ελληνικές Αρχές Δίωξης Εγκλήματος στις βάσεις δεδομένων των Διεθνών Οργανισμών για κλοπή και διακίνηση αρχαιοτήτων ή λοιπών έργων τέχνης ταυτόχρονα με την διατήρηση εθνικού αρχείου πολιτιστικής κληρονομιάς. 

Την ίδια στιγμή που η εγκληματολογία παρουσιάζει ερευνητικά κενά στον τομέα της μελέτης του λαθρεμπορίου αρχαιοτήτων, ένα αισιόδοξο μήνυμα έρχεται από την Ομάδα του Πανεπιστημίου της Γλασκόβης, στην οποία το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας ενέκρινε την επιχορήγηση ύψους 1 εκατ. λιρών για να μελετήσουν το παράνομο εμπόριο αρχαιοτήτων σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα που θα διαρκέσει τέσσερα χρόνια. Συγκεκριμένα, η θεματολογία της έρευνας καλύπτει τις παράνομες ανασκαφές, τη διακίνηση και την αγορά, αλλά και τον τρόπο κοστολόγησης των παράνομων αρχαιοτήτων. Οι ερευνητές, στο διάστημα αυτό, θα συλλέξουν και θα αναλύσουν στοιχεία σχετικά με τα κίνητρα και τον τρόπο δράσης των αρχαιοκάπηλων. Στόχος είναι να αναπτυχθούν νέες προσεγγίσεις αφενός για τη ρύθμιση του διεθνούς εμπορίου πολιτιστικών αγαθών και αφετέρου για τη σύνταξη νόμων κατά των εγκληματικών αυτών ενεργειών. Τέτοιες προσπάθειες πρέπει να επικροτούνται αλλά και να επαναλαμβάνονται παραδειγματικά από όλες τις χώρες, κυρίως την Ελλάδα, όπου η επιστημονική έρευνα και εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων για τα κοινωνικά φαινόμενα παραμελείται έντονα από την πολιτεία! 

Πρώτη φορά διοργανώνεται στην Ελλάδα – μια χώρα που πλήττεται ανεπανόρθωτα από την αρχαιοκαπηλία- μια έκθεση με άξονα την αρχαιοκαπηλία και την πάταξή της με πάνω από 170 προϊόντα λαθρανασκαφών. Είναι οι κλοπές στην Εθνική Πινακοθήκη και το Μουσείο Ολυμπιακών Αγώνων στην Ολυμπία, είναι οι αλλεπάλληλες συλλήψεις αρχαιοκαπήλων το τελευταίο διάστημα στη Μακεδονία, είναι η αγανάκτηση και οι καταγγελίες για τα αφύλακτα μνημεία και τους αρχαιολογικούς χώρους από αρχαιολόγους στο πρόσφατο Αρχαιολογικό Συνέδριο, είναι η μεταφορά, έρευνα και αξιολόγηση των θησαυρών της λαθρανασκαφής στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης, είναι όλα αυτά μαζί που έγιναν η αφορμή για τη διοργάνωση της πρώτης στην Ελλάδα έκθεσης με αρχαιοκαπηλικά ευρήματα. 

Πηγές
1. Blythe Bowman Proulx, Organized criminal involvement in the illicit antiquities trade, Trends in organized crime, vol.14, n.1, March 2011, pp.1-29
2. Ημερίδα «Ενάλιες αρχαιότητες και Δίκαιο», Ελληνική Εταιρία Δικαίου Αρχαιοτήτων, Πλάκα, 15 Σεπτεμβρίου 2011
3. Neil Brodie, Ανδρέας Αποστολίδης (επιμ.) History Lost, Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού, Αθήνα 2007
4. Simon Mackenzie, Illicit deals in cultural objects as crimes of the powerful, Crime, Law and Social Change, vol. 56, n.2, pp. 133-153
5. Αφέντρα Μουτζάλη, Η προστασία των αρχαιοτήτων και το πρόβλημα της αρχαιοκαπηλίας στην Ελλάδα, Δημοκράτης Λαός, 1989
6. Νικόλαος Ζηργάνος, «Αρχαιοκαπηλία», Ντοκιμαντέρ: Οι τυμβωρύχοι των θεών και της ιστορίας μας
7. Ανδρέας Αποστολίδης, «Το κύκλωμα», Ντοκιμαντέρ, 2006
Ευχαριστούμε θερμά την αρχαιολόγο Αγγελική Σίμωσι, Διευθύντρια Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων, για τις πληροφορίες και τις επισημάνσεις επί του θέματος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου