1. Η κοινωνία των μαζών και το άτομο με την ψευδή συνείδηση διαπλάθονται μέσα από τη σημασιοδότηση λέξεων, εικόνων και γεγονότων που αποκτούν ιδιαίτερη κοινωνική σημασία και προσδιορίζουν κάθε φορά το κοινωνικά αποδεκτό ή κατακριτέο. Τα ΜΜΕ δεν είναι ο καθρέφτης της πραγματικότητας αλλά δομούν μιαν άλλη «πραγματικότητα» με στόχο την (υπο-)λανθάνουσα πίεση προς τον αναγνώστη να «κατανοήσει» τον κόσμο κατά έναν συγκεκριμένο
τρόπο. Είτε προβάλλουν μια συναινετική εικόνα της κοινωνίας (τα άτομα έχουν συμφωνήσει σε έναν αριθμό αξιών, ιδεών κ.λπ.) και ικανοποιούν έτσι την κοινή γνώμη (καλλιεργώντας ένα κοινά αποδεκτό life-style), είτε τρομάζουν το κοινό με την προβολή συγκρουσιακών εικόνων της κοινωνίας (έγκλημα, ψυχική εξαθλίωση κ.λπ.), δεν στοχεύουν στην ανάλυση και ερμηνεία των αιτίων (τα οποία πάντα αποσιωπούνται εξωραΐζοντας την κρίση), αλλά τείνουν σε ομογενοποιήσεις και ομοιομορφοποιήσεις.
τρόπο. Είτε προβάλλουν μια συναινετική εικόνα της κοινωνίας (τα άτομα έχουν συμφωνήσει σε έναν αριθμό αξιών, ιδεών κ.λπ.) και ικανοποιούν έτσι την κοινή γνώμη (καλλιεργώντας ένα κοινά αποδεκτό life-style), είτε τρομάζουν το κοινό με την προβολή συγκρουσιακών εικόνων της κοινωνίας (έγκλημα, ψυχική εξαθλίωση κ.λπ.), δεν στοχεύουν στην ανάλυση και ερμηνεία των αιτίων (τα οποία πάντα αποσιωπούνται εξωραΐζοντας την κρίση), αλλά τείνουν σε ομογενοποιήσεις και ομοιομορφοποιήσεις.
Η λαγνεία της βίας και του τρόμου μέσα από τα Media εδραιώνει στερεότυπες αντιλήψεις και (αντι-)στερεότυπες αντιδράσεις. Οι μύθοι και η δραματοποίηση καλλιεργούν τον ηθικό πανικό και αυτός με τη σειρά του –αποβάλλοντας και απορρίπτοντας κάθε επιστημονικό ή λογικό επιχείρημα– ζητάει τον δια πυράς θάνατο ή την εφαρμογή του νόμου του Λυντς.
2. Η μαζική κοινωνία και η μαζική πληροφόρηση δεν απροσωποποιούν μόνο. Εξοστρακίζουν επίσης κάθε προσωπική επαφή – επικοινωνία του δέκτη με το αντικείμενο.
Το προκατασκευασμένο σχήμα αντίληψης αναπτύσσει την προκατάληψη, αποθαρρύνει την αμεροληψία και αποπροσανατολίζει την κρίση. Έτσι η επικοινωνία, από όρος για μια αληθινή κοινωνία, μεταβάλλεται σε προϋπόθεση για μια ψευδή συνείδηση και έναν αλλοτριωμένο και απροστάτευτο άνθρωπο.
1. Η πρόσληψη, η στάση, η μη-ανεκτικότητα του διαφορετικού, του ξένου, του «άλλου» δεν είναι ίδια σε κάθε επιμέρους ομάδα διότι πολλές φορές δεν επηρεάζεται μόνον από την ταυτότητά τους αλλά και από την ένταση της αρνητικής προβολής των χαρακτηριστικών τους από τα ΜΜΕ (που συνεχίζουν να είναι οι κύριες –αν όχι οι αποκλειστικές– πηγές πληροφόρησης της κοινής γνώμης γύρω από τα ζητήματα των μεταναστών).
2. Κοινό στοιχείο «των άλλων» είναι η εθνικότητά τους από την οποία προκύπτουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (συνήθως αρνητικά) τα οποία γενικευόμενα απροσωποποιούν τον κάθε μετανάστη.
Εθνικοί εχθροί, εγκληματίες, μαφιόζοι, δόλιοι, απειλητικοί, ταραξίες είναι ορισμένα μόνον από «τα κοσμητικά επίθετα» με τα οποία συνοδεύουν οι εφημερίδες (της Θεσ/κης εν προκειμένω) τους Εβραίους, Βαλκάνιους, Ρωσοπόντιους, Τούρκους, Τσιγγάνους κ.λπ.).
Η ταύτιση –μέσω των κατασκευών από τα ΜΜΕ– του μετανάστη ή με τον Κλέφτη/ Δολοφόνο ή με τον Τρομοκράτη, η δαιμονοποίηση, η στερεοτυπική αναπαράσταση, ο ηθικός πανικός, η ακύρωση του δικού τους λόγου, η αντιπαράθεση του ευγενικού έλληνα οικογενειάρχη με τον ύποπτο και επικίνδυνο αλλοδαπό κάνουν την εμφάνισή τους ακόμα και σε προοδευτικά έντυπα.
Ομοιογενής διαχείριση στο όνομα της ομογενοποίησης;
Απαξιωτικοί όροι, ψευδεπίγραφες αντιστίξεις καλού – κακού (θετική –αρνητική εικόνα) υποτιμητικές εκφράσεις, περιφρονητικές αναφορές βαραίνουν περαιτέρω το κλίμα.
Εκτός από την ανάλυση περιεχομένου των μηνυμάτων που εκπέμπουν τα ΜΜΕ σε σχέση με τους μετανάστες έχει ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς ποια είναι τα χαρακτηριστικά των δημοσιογράφων που καλύπτουν τέτοια θέματα. Από τις σχετικές έρευνες προκύπτει ότι οι δημοσιογράφοι που γράφουν για τα ζητήματα των μεταναστών δεν είναι ειδικοί (71,1%) ή ανήκουν στο αστυνομικό ρεπορτάζ (32,2%), ότι οι πηγές πληροφόρησης είναι το internet (81,4%) και οι συνάδελφοί τους (64%), ότι η ειδησεογραφία έχει σχέση με τη λαθραία είσοδο (52,9%), το δουλεμπόριο (46,9%), την πορνεία (39,7%) και τις κλοπές- ληστείες (38,1%). Επίσης το 73,4% των δημοσιογράφων πιστεύει ότι οι μετανάστες πρέπει να αφομοιωθούν και το 88,3% να προσαρμοστούν. Τέλος σχεδόν όλοι (93,5%) υποστηρίζουν ότι τα θέματα πρέπει να καλύπτονται με βάση Κώδικα Δεοντολογίας και όχι να καλύπτονται με υπερβολές (69,7%) ή με προκαταλήψεις (56,5%) όπως συμβαίνει σήμερα.
3. Οι μετανάστες αποκτούν –συνήθως μέσω των Media– μια κοινωνική και πολιτισμική ταυτότητα, αρνητικά νοηματοδοτημένη, άτυπη μεν αλλά με κρίσιμη επικοινωνιακή ισχύ. Η ταυτότητα και η ετερότητα γίνονται αντικείμενο επικοινωνιακών μύθων και η κατασκευή της εγκυρότητας απο–προσανατολίζει κατά περίσταση/ περίπτωση.
Ο τηλεοπτικός λόγος που αναφέρεται στους μετανάστες συνιστά μια γκρίζα ζώνη ανάμεσα στην πραγματικότητα και τις εθνοκεντρικές κορώνες. Η μιντιακή εικόνα του μετανάστη είναι ένα είδωλο που αντί να διευκολύνει τη δημιουργία δια–ταυτοτήτων, ενισχύει τις αντιθέσεις και διαφορές ή και οξύνει τις τραυματικές μνήμες του παρελθόντος.
4. Η προβολή των προβλημάτων των μεταναστών από τα ΜΜΕ εξαρτάται και από τις σχέσεις των Media με το Κράτος και το πολιτικό κατεστημένο, το οποίο φοβάται ότι μέσω της ανασφάλειας των πολιτών θα χάσει τον έλεγχο της κοινωνίας.
Άλλοι ισχυρίζονται ότι η απόκρυψη θα οδηγήσει σε boomerang effect και προτιμούν μια κατευθυνόμενη πληροφόρηση και άλλοι υποστηρίζουν την παραπληροφόρηση. Σε κάθε περίπτωση η πληροφόρηση της μειοψηφίας είναι μεροληπτική. Υπερβολική όταν πρόκειται για εγκλήματα μεταναστών, φειδωλή όταν αφορά στα επιτεύγματά τους. Πολλές ρατσιστικές εκπομπές υποστηρίζουν ότι υπάρχει ένα κοινό το οποίο –με βάση το δικαίωμα στην πληροφόρηση– πρέπει να ενημερωθεί (ακόμα και) για θέματα που ενισχύουν τις ξενοφοβικές προκαταλήψεις του.
Η θεατότητα των εγκλημάτων που τελούν αλλοδαποί και το αθέατο της οδύσσειας του μετανάστη–θύματος, οι φιλήσυχοι (και αθώοι;) αποκλειστές και η έλλειψη προοπτικής αυτών που «δεν θα γίνουν ποτέ έλληνες» διαμορφώνουν ένα φαύλο κύκλο αρνητικής κοινωνικής αλληλεπίδρασης μέσα στον οποίοι γεννώνται οι εκ–ρήξεις.
Ο ρατσιστικός λόγος (ή και διάλογος) νομιμοποιεί τον αποκλεισμό κοινωνικών ομάδων από το πεδίο των δικαιωμάτων μέσα και από τη θεαματοποίηση των αρνητικών πλευρών της ζωής των μεταναστών (εντυπωσιακοί χαρακτηρισμοί, δυσανάλογη προβολή κ.λπ.).
Αστυνομικά δελτία και δημοσιογράφοι διαπλέκουν ψήγματα ρατσιστικών τηλεοπτικών ιδεολογημάτων με αντίστοιχες (ή ανάλογες) αντιλήψεις του κοινού (και ιδίως της ενδο–ομάδας).
Η συνεχής, αποσπασματική και προκατειλημμένη σύγκριση του μετανάστη με το επίπεδο της χώρας υποδοχής γίνεται εκ του πονηρού με αποτέλεσμα οι σχέσεις «ξένων-Κράτους» να κινούνται πάντοτε στο πεδίο των εκατέρωθεν υποψιών.
Οι μετανάστες ως άνθρωποι σε κατάσταση ανάγκης θέλουν –σε πρώτη τουλάχιστον φάση και για λόγους αυτοσυντήρησης– να ζήσουν μόνοι τους και απομονωμένοι. Η κοινωνία των ντόπιων και η κοινωνία των ξένων χωρίζονται από τείχη κοινωνικών προκαταλήψεων αλλά και από διαμεσολαβήσεις μιντιακών εικόνων παραπληροφόρησης.
Γι’ αυτό και η καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας αλλά και των συναφών μισαλλοδοξιών πρέπει να γίνει και μέσω ενός κώδικα δεοντολογίας και αυτορύθμισης που θα προωθεί το σεβασμό και την κατανόηση και θ’ απορρίπτει στερεότυπες και ψευδείς εικόνες.
5. Η εθνικιστική ρητορική και ο λόγος του μίσους δεν αναδεικνύουν ένα ηθικό λάθος αλλά μια επικίνδυνη άγνοια της πολιτικής και ιστορικής συγκυρίας.
Διαπιστώνουμε μια κρίση του Διαφωτισμού που σοβεί και στην ένοχη συνείδηση των σύγχρονων διανοουμένων κι εκφράζεται στα φοβικά Media, τα οποία συμπράττουν σε μια «οργανωμένη επιχείρηση αθωότητας».
Γ. Φοβική πολιτική;
1. Οι ρατσιστικές αντιλήψεις ως προς τους μετανάστες επηρεάζουν (και χρωματίζουν) τη μεταναστευτική πολιτική ένταξης και τη νομοθεσία. Στους «από τα μέσα αποκλεισμένους» (περιθωριακούς) προστίθενται τα θύματα μιας ιδιόμορφης ποινικοποίησης και καταστολής.
Η (ρατσιστική) συμπεριφορά/ αντίληψη των κοινωνικών διακρίσεων και των διωγμών δεν αφορά μόνο τις δι–ανθρώπινες σχέσεις αλλά εμφιλοχωρεί στον πολιτικό λόγο και στους νόμους του Κράτους. Ακόμα και η δικαιοσύνη δεν είναι πάντοτε «φυλετικά ουδέτερη και άχρωμη».
2. Μπορεί στη χώρα μας να μην έχει αναπτυχθεί μια φυλετικοποίηση (racia -lisation) της μετανάστευσης τούτο όμως δεν σημαίνει ότι είμαστε έτοιμοι να αναγνωρίσουμε στους ξένους αστικά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα γι’ αυτό και τους αφήνουμε για καιρό σε μια νομική (και πραγματική) κατάσταση εντός/ εκτός.
Αρνούμενοι όμως στους άλλους το δικαίωμα να υπάρχουν αποδεχόμαστε –εκτός των άλλων– και τους κινδύνους κάποιοι άλλοι να μη θέλουν να υπάρχουμε (ούτε) εμείς. Η ταυτότητά τους δεν μπορεί να συγκροτηθεί με τις «απαρνήσεις του παρελθόντος τους». Η ιστορικότητα και η προοπτική πρέπει να συνυπάρχουν. Το τότε, το τώρα και το αύριο δομούν την πολιτισμική ταυτότητα.
3. Η απορροφητική δύναμη της φιλόξενης και ανοικτής ελληνικής κοινωνίας ως τόπου υποδοχής μεταναστών εξαρτάται από την υιοθετούμενη κατά καιρούς πολιτική. Η ταύτιση/ αφομοίωση συνιστά π.χ. τρόπο προσαρμογής ο οποίος δεν συν–εκτιμάει τα πολιτισμικά στοιχεία των μεταναστών, η ένταξη δεν απαλλοτριώνει τις ρίζες καταγωγής ενώ η πολυπολιτισμικότητα προϋποθέτει αμοιβαία αναγνώριση του δικαιώματος της πολιτισμικής ετερότητας και διαφοράς.
Βέβαια πολλές φορές τόσο ο διαχωρισμός (τύπου apartheid) όσο και η περιθωριοποίση (π.χ. υποκουλτούρες) δεν απουσιάζουν από τα μοντέλα μη–προσαρμογής των ίδιων των μεταναστών. Ανάλογα δε με την μεταναστευτική πολιτική ή με τις «ταυτότητες των μεταναστών» διαμορφώνεται το νομικό status τους που αρχίζει από τα ελάχιστα δικαιώματα των παρανόμως εισελθόντων μέχρι την αναγνώριση ακόμα και πολιτικών δικαιωμάτων (κυρίως στη δεύτερη γενιά).
4. Η κοινότητα των μεταναστών ούτε μπορεί να επιβάλλει και να καταστήσει σεβαστές ορισμένες βασικές αρχές (κοινωνικής) δικαιοσύνης ούτε μπορεί να ζήσει σ’ ένα πλαίσιο μη–δικαιοκρατικό. Η πολιτική του κοινού αγαθού πρέπει να τους περιλαμβάνει και αυτό επιτυγχάνεται κυρίως με την αναγνώριση της ιδιότητας του πολίτη, δηλαδή του φορέα δικαιωμάτων και του μέλους μιας κοινότητας.
Δεν αρκεί η καλοπροαίρετη αμέλεια του (αδιάφορου;) φιλελεύθερου Κράτους ως προς τα προβλήματα της πολυπολιτισμικότητας σε συνδυασμό (σύγκρουση;) με την «εθνική οικοδόμηση». Χρειάζονται θετικά μέτρα / θετικές διακρίσεις (affirmative action) για την ένταξη. Μέτρα που δεν θα προκύψουν μέσα από γραφειοκρατικές διαδικασίες αλλά από την ειλικρινή διαπραγμάτευση με τους ίδιους τους μετανάστες. Οι ίσες ευκαιρίες συμμετοχής συνιστούν μια καλή αρχή για να ξεπεραστούν οι ρατσιστικές συμπεριφορές ακόμα και των κρατικών φορέων.
5. Μικροεθνικισμοί, τάσεις εξαγνισμού της υγιούς κοινωνίας από τα μιάσματα, πολιτική ορθότητα (των πεφωτισμένων) πολιτικοί, θεσμικοί και διεθνείς παράγοντες (που καθιστούν το οικονομικοκοινωνικό φαινόμενο της μαζικής μετανάστευσης αντικείμενο συγκρούσεων ως προς την ηθική και συναισθηματική βάση των συμπαθητικών ταυτίσεων και απορρίψεων της κοινής γνώμης) επηρεάζουν την μεταναστευτική πολιτική.
Ο μυθοποιητικός χαρακτήρας του φόβου της εθνικής ομάδας, ακόμα και σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, απέναντι στους «τρίτους» μειώνεται μόνο μέσω της ομογενοποίησης. Τα νομικά και πολιτικά μέτρα άλλοτε κρύβουν κι άλλοτε αποκαλύπτουν την ανάγκη να μας διέπει «το δίκαιο του αίματος» απέναντι στους πάσης φύσεως «βάρβαρους». Το να «είσαι» όμως δεν ταυτίζεται ούτε με το «γεννήθηκες» ούτε με το «υφίστασαι».
Έτσι από τα στερεότυπα δεν ξεφεύγουν ούτε οι παλιννοστούντες επαναπατριζόμενοι, όπου η εξωτερική πατρίδα (external homelands) σηκώνει πάλι τείχη στη βάση του «πόσο έλληνας είναι κάποιος».
Τα ιστορικά ατυχήματα μοιάζει να μην υποχρεώνουν τη μητέρα–πατρίδα για περισσότερη προστασία. Η ελληνοποίηση ως ομογένεια στην εποχή της μετανάστευσης μετατρέπουν συχνά τον σχεδόν ημεδαπό σε ημι–παράνομο αλλοδαπό.
Αλλογενείς και αλλοδαποί ομογενείς αισθάνονται ξένοι στην ίδια τους την πατρίδα αφού η εθνική ιδεολογία δεν τους αναγνωρίζει τα πλήρη δικαιώματα των Ελλήνων.
Ακόμα και η δημοκρατική επικουρικότητα των τοπικών αρχών και κοινωνιών στην αναγνώριση/ προστασία των δικαιωμάτων των μεταναστών δεν λειτουργεί. Η αλληλεγγύη και η συλλογικότητα κινούνται πολύ συχνά σ’ ένα κλίμα ομογενοποίησης.
Δ. Η βίωση από τους «άλλους»
1. Ο ρατσισμός εκτός από τις αρνητικές αντιλήψεις, στάσεις, συμπεριφορές συμ–περιλαμβάνει την υποτελή διαβίωση των μεταναστών. Θύματα των προκαταλήψεων θυματοποιούνται και πάλι ως θύματα κοινωνικών, θεσμοθετημένων μέτρων διακρίσεων.
Ο ρατσισμός, αν και δεν έχει επιστημονική θεμελίωση, ιεραρχεί και κατατάσσει τους ανθρώπους σε ανώτερους και κατώτερους, καλλιεργώντας ή και επιβάλλοντας ανισότητες.
Η ετεροταξινόμηση συνοδεύεται πάντοτε από την αυτοταξινόμηση. Οι θεωρούμενοι «διαφορετικοί άνθρωποι» θέτουν την ετερότητά τους σε διαδικασίες εξορκισμού.
Το πέρασμα από την ανισότητα στη διαφορά για πολλούς σηματοδοτεί μια νεο–ρατσιστική μεταμόρφωση (πολιτισμική φυλή).
2. Μολονότι όλοι απορρίπτουν «μετά βδελυγμίας» τον χαρακτηρισμό του ρατσιστή στην πραγματικότητα η συντριπτική πλειοψηφία (87,5%) διάκεινται αρνητικά απέναντι στη μετανάστευση.
Το πιο περίεργο και πλέον ανησυχητικό είναι ότι οι μαθητές και οι φοιτητές διακατέχονται από ξενοφοβικά σύνδρομα μολονότι θα αναμενόταν ότι ως νέοι θα είχαν πιο αλληλέγγυα ανακλαστικά.
Ακόμα κι αν δεν υπάρχει γκετοποίηση κι αν δεν διατυπώνονται ακραίες θέσεις οι μετανάστες της διπλανής πόρτας συνεχίζουν να είναι «άλλοι» ή και να συνιστούν εθνική απειλή.
3. Ο εθνικός λόγος των ομοίων αντιμετωπίζει την ξενικότητα πολλαπλώς αρνητικά (ως φόβο, ως φενάκη, ως άγνωστο, ως εχθρό).
Η κοινωνική επιρροή των μειονοτήτων που δεν κατέχουν και δεν ασκούν εξουσία είναι περιορισμένη (όπως περιορισμένη είναι η διαπραγματευτική τους δυνατότητα).
Κι όμως ρίχνουμε το βάρος στους ίδιους τους μετανάστες οι οποίοι πρέπει να συνεχίσουν την πρωτοβουλία να μας γνωρίσουν και να γνωρίσουμε κι εμείς –μέσω αυτών– τον πολιτισμό τους. Η αμοιβαία κακοπιστία (όπως άλλωστε και η άρνηση), ακόμα και η αδιάφορη συμπονετική στάση, καταλήγει σε μη–ανοχή απέναντι σε μη–ανοχή, γι’ αυτό και τα μαθήματα πολιτικής αγωγής για τη συνύπαρξη (με βάση τις αρχές της ισότητας και των δικαιωμάτων του ανθρώπου) πρέπει να τα κάνουμε στα ίδια θρανία και οι μεν και οι δε.
4. Ύστερα από μια πρώτη εθνική έκπληξη, έναν πολιτισμικό αιφνιδιασμό και μία κοινωνική δυστοκία ως προς τη διαχείριση του μεταναστευτικού φαινομένου έχουμε περάσει σε μια φάση κοινής αμηχανίας. Λες και κοιταζόμαστε κατάματα μη γνωρίζοντας ποια πρέπει να είναι η επόμενη (σωστή) κίνηση.
§ Εμείς
- Δεν αισθανόμαστε βαλκάνιοι αλλά ευρωπαίοι, δηλαδή σύγχρονοι και επιτυχημένοι (και απορρίπτουμε τα παλαιό μας προφίλ και τις σχετικές συνήθειες και παραδόσεις).
Θα διώκαμε π.χ. έναν γάλλο μαθητή σημαιοφόρο με τα ίδια κριτήρια που έχουμε για τον αλβανό;
- Δεν αισθανόμαστε ασφαλείς σ’ ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον όπου η γλώσσα μας ή η νοοτροπία μας δεν έχουν την πέραση που είχαν (βλ. Ζορμπάς style).
- Ο ανταγωνισμός μας φοβίζει γι’ αυτό προσπαθούμε –στο όνομα του μέλλοντος των παιδιών μας– να μειώνουμε τους δυνάμει ανταγωνιστές (αριστούχους ή σκληρά εργαζόμενους «ξένους»).
- Ο πολιτισμικός ρατσισμός (είμαστε παιδιά ανώτερου πολιτισμού) γίνεται ανταγωνιστικός/ εργασιακός ρατσισμός (όποιος επιβιώσει στην αγορά) και καταλήγει σε φοβικό ρατσισμό (αυτοί είναι οι «κακοί»).
§ Εκείνοι
- Φοβισμένοι, κυνηγημένοι, δυσπιστούν για την καλή μας πρόθεση και διάθεση.
- Αγωνίζονται ταυτόχρονα για την επιβίωση και για την συμβίωση (μ’ εμάς αλλά και με τους «δύσκολους» συμπατριώτες τους).
- Ρισκάρουν τα πάντα για να μη γυρίσουν πίσω και –κυρίως– για να δώσουν ένα καλύτερο αύριο στα παιδιά τους.
- Ξέρουν, συνειδητοποιούν ότι σε πολλά διαφέρουμε, προσπαθούν να προσαρμοστούν, να μας μοιάσουν, χωρίς όμως να θέλουν να υποχρεωθούν να γίνουν ίδιοι μ’ εμάς.
§ Ανάμεσά μας
Εκτός από τις μισαλλοδοξίες, τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα έχουν παρεισφρήσει και δηλητηριάζουν ακόμα περισσότερο το κλίμα, τα ΜΜΕ του μίσους, του φανατισμού, των διαχωριστικών γραμμών, της προπαγάνδας, οι διανοούμενοι των ιστορικών συμψηφισμών και των δι–εκδικήσεων και οι πολιτικοί των οξύνσεων και των ακροτήτων.
Οι έρευνες δείχνουν ότι ζούνε μόνοι τους. Ότι βιώνουν βίον παράλληλο με τους έλληνες. Ότι δεν συναντιόμαστε παρά μόνο στην αγορά ή στις κακοφορμισμένες ξενοφοβικές εκπομπές. Οι έντιμοι δημοσιογράφοι δεν ξέρουν ποια γραμμή να κρατήσουν με την παλινωδούσα κοινή γνώμη. Οι μαθητές δεν τα βρίσκουν με τους (αλλοδαπούς) συμμαθητές τους καθώς οι δάσκαλοι δε γνωρίζουν πώς να διαχειριστούν τα νέα «ταξικά» προβλήματα.
Μήπως τελικά δε φταίνε οι καλοί ή κακοί νόμοι αλλά εμείς που δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ότι πρέπει πρώτοι να τείνουμε το χέρι, να διαπαιδαγωγηθούμε και να ενταχθούμε στη νέα αυτή πραγματικότητα (πριν ζητήσουμε από τους ξένους να ενταχθούν σ’ εμάς);
Δ. Επι–μυθι(α)κά
1. Φανταστικές κοινότητες (εθνικιστικού περιεχομένου) ή χαμένες εθνικές ταυτότητες συγκρούονται –με την ευκαιρία της μαζικής μετανάστευσης– στη βάση του «εμείς» (αυτόχθονες) και οι «άλλοι» (ετερόχθονες). Η ξενοφοβία εκτός από ιδεολογήματα εμπεριέχει και την αναπαράσταση ενός εφορμούντος πλήθους ξένων, στην κατασκευή της οποίας σημαντικό ρόλο παίζουν τα ΜΜΕ. Ο βαθμός εχθρότητας, λόγω απειλής των ξένων εθνοτικών ομάδων στην ασφάλεια και την ποιότητα ζωής μας, εξαρτάται από τα κοινωνικά μας στερεότυπα, το επίπεδο ανοχής και την εν γένει κατάσταση της χώρας (π.χ. οικονομική κρίση). Η διακινδυνεύουσα κοινωνική τάξη και κοινωνική αρμονία ηρεμεί μόνο με την αφομοίωση.
2. Οι ανάξιοι ακόμα και να υπάρχουν ή και οι υφιστάμενοι τα νεορατσιστικά πολιτισμικά στερεότυπα «πυροβολούνται» τόσο από την κοινωνία όσο και από τα ΜΜΕ, τα οποία –προβάλλοντας προκαταλήψεις ή υπεραπλουστεύοντας την πραγματικότητα– δαιμονοποιούν τους μετανάστες (αυξάνοντας –άθελά τους– τα σε βάρος τους ρατσιστικά φαινόμενα).
Οι μετανάστες ως απειλή (εγκληματικότητα) που προέρχεται από παθογενείς εθνικές ομάδες και ως συμβολικά εκμηδενισμένα πρόσωπα παρουσιάζονται σαν υπεύθυνοι της κακής τους μοίρας και της δικής μας χειρότερης αντιμετώπισης. Με μισές αλήθειες, κακόγουστο χιούμορ και στιγματιστικές αναφορές τα Media απαξιώνουν τους ήδη κοινωνικά απαξιωμένους.
Μειονότητες, πρόσφυγες, μετανάστες, ξένοι, μη–πολίτες συγχέονται κατά την αναμετάδοση εγκληματικών ειδήσεων. Η εθνικοκεντρική δημοσίευση/ δημοσιοποίηση και έμφαση εγκλημάτων που τέλεσαν μετανάστες ενισχύει την αποστασιοποίηση και το αίσθημα ανασφάλειας της κοινής γνώμης.
3. Η ταυτότητα του μετανάστη βρίσκεται σε κρίση με συνέπεια να γίνεται σχεδόν αδύνατη η κοινωνική του ένταξη.
Η αρνητική ή αντιφατική αυτο–εικόνα χειροτερεύει από τα μηνύματα που στέλνουν τα ΜΜΕ. Έτσι δημιουργούνται ακούσιες / κατ’ επιβολή μειονότητες ως εσωτερικές αποικίες αλλά και εσωτερικοί εχθροί, που «θυσιάζονται» –μέσω του ιδεολογικού εμποτισμού και της παραπληροφόρησης των Media– για το κοινό καλό.
Οι «πληροφορίες» διαμορφώνουν στάσεις που διευρύνουν τις στερεοτυπικές αξιολογήσεις ή και ψευδείς συνειδήσεις. Ταυτόγχρονα παρέχουν επιχειρήματα διαφορετικής οπτικής γωνίας για όσους θέλουν να δώσουν στο «εθνικό εγώ» πρωτεύουσα σημασία. Μολονότι η μειονοτικο–γνωσία είναι μια δευτερογενής διαδικασία αυτογνωσίας εκ των -------------, η σιωπή και τα ταμπού σχετικά με τα εχθρικά σώματα μέσα στο έθνος, η απόρριψη των οριζόντιων ταυτοτήτων, ο αρνητικός ρόλος των ΜΜΕ (δημοσιογράφων και τηλεπαρουσιαστών) που αναπαράγουν «εικόνες και μύθους» δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας.
Τα ΜΜΕ διαμορφώνουν ένα αρνητικό συλλογικό φαντασιακό μέσο από επιλεκτικές απλουστεύσεις και αποσιωπήσεις.
Ο λόγος των Media ως λόγος των ελίτ επηρεάζει κοινωνικές πρακτικές και ανα–κατασκευάζει κοινωνικές πραγματικότητες ή και επινοεί (εγκληματική) επικαιρότητα.
Άρα για ν’ ανατραπεί αυτή η κατάσταση χρειάζονται βαθιές τομές στην ελληνική κοινωνία και όχι αποσπασματικές ρυθμίσεις στα Media.
4. Η σύγκρουση ετεροφιλίας και ετεροφοβίας περιστρέφεται άλλοτε γύρω από τα προβλήματα των μεταναστών κι άλλοτε γύρω από την ίδια την μετανάστευση ως πρόβλημα. Στην πραγματικότητα όμως όλες οι στάσεις και αντι–στάσεις αντανακλούν χαρακτηριστικά (προβλήματα;) (προκλήσεις;) της ελληνικής κοινωνίας. Η αμφιθυμία του να αντιμετωπίζονται οι μετανάστες «ούτε ως Έλληνες, ούτε ως ξένοι» δεν αφήνει περιθώρια διαμόρφωσης πλαισίου να θεωρούνται «και ξένοι και Έλληνες».
Η μεταναστευτική πολιτική λειτουργεί στη βάση των κατηγοριών και των κατηγοριοποιήσεων και παρόλο που επικαλείται πολιτικό πραγματισμό δεν φαίνεται να εκτιμάει ορθά το μη–αναστρέψιμο της πορείας των πραγμάτων.
5. Η διάκριση ανάμεσα σε έχοντες και μη–έχοντες δικαιώματα όχι μόνο δημιουργεί ανισότητα και προνόμια αλλά στερεί από τους μετανάστες τα νόμιμα μέσα διαπραγμάτευσης και διαμορφώνει κλίμα ή και νομοθετικό πλαίσιο πολιτικής και κοινωνικής έξωσης. Σ’ αυτή την κατεύθυνση κινείται και η κατασταλτική πολιτική ως νομιμοποίηση όχι του ελέγχου των κακών ξένων αλλά του ηθικού πανικού κατά παντός ξένου.
Αυτό το «γκρίζο και ανεπαρκές θεσμικό πλαίσιο» που αντί ν’ αποπνέει κοινωνικό άρωμα οδηγεί σε αστυνομική/ ποινική εγκληματοποίηση του γενικευμένου Άλλου.
6. Πρέπει κάποτε να το πάρουμε απόφαση. Η μετανάστευση, η προσφυγιά, το ξεκλήρισμα δεν είναι ούτε τυχαία συμβάντα ούτε θελήματα Θεού. Και κυρίως δεν πρόκειται για συγκυριακά ή πρόσκαιρα φαινόμενα.
Άνθρωποι (εξουσίας) παίρνουν τις αποφάσεις. Άνθρωποι (πόνου) πληρώνουν «τις παράπλευρες απώλειες». Τους πρώτους τους γνωρίζουμε, αλλά είτε τους φοβόμαστε είτε δεν μπορούμε (ακόμη;) ν’ αντιμετωπίσουμε. Οι δεύτεροι μας είναι άγνωστοι, τους φοβόμαστε, αλλά πιστεύουμε ότι μπορούμε να τους κάνουμε ό,τι θέλουμε.
Από τη στιγμή όμως που άνθρωποι καλούνται να διαχειριστούν εγκλήματα ανθρώπων εξουσίας και ν’ απαλύνουν βάσανα ανθρώπων πόνου, τα οποιαδήποτε στερεότυπα, οι οποιεσδήποτε προκαταλήψεις, τα οποιαδήποτε μικροσυμφέροντα πρέπει να υποχωρούν. Στην κοινωνία της διακινδύνευσης οφείλουμε να ’χουμε ξεκάθαρη θέση εάν είμαστε με τους αποκλειστές ή με τους αποκλειόμενους, εάν δηλαδή συντρέχουμε ή ρίχνουμε στον Καιάδα τους όποιους χαμένους του παιχνιδιού.
Ακόμα λοιπόν κι αν δεν είχαμε συνηθίσει στα πολύχρωμα, στα πολύγλωσσα και στα πολύθρησκα πλήθη, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι πρόκειται γι’ ανθρώπους με δικαιώματα, με ανάγκες στήριξης αλλά και σεβασμού στην ταυτότητά τους.
Τα καράβια που θα τους έστελναν αλλού, τα τρένα όπου θα στοιβάζονταν κατά χιλιάδες, τα καραβάνια της εξόδου έχουν –και ευτυχώς για την τιμή της ανθρωπότητας– ιστορικά κλείσει τον κύκλο τους.
Θα μείνουν μαζί μας, θα ζήσουμε μαζί τους, θα σεβαστούμε και θα προστατεύσουμε ο ένας τον άλλο.
Μολονότι τα παραπάνω ή και άλλα συναφή ζητήματα έχουν μια περίπλοκη τεχνική και διοικητική πτυχή, πιστεύω ότι η θετική ή αρνητική απάντηση κρύβεται στο τρίπτυχο της Γαλλικής Επανάστασης: Ελευθερία – Ισότητα – Αδελφοσύνη.
Πρέπει συνεπώς να τους δούμε ως ελεύθερους ανθρώπους (και όχι σαν σκλάβους στα παζάρια της παγκοσμιοποίησης), ως ίσους με τον καθένα και μ’ εμάς (και όχι σαν απελεύθερους ή σε ομηρεία ευρισκόμενους μη –πολίτες απάτριδες) και «ως αλληλέγγυους αδελφούς» (και όχι σαν αποδέκτες όλων των κινδύνων και παραγωγούς όλων των φόβων).
Η όποια όμως πολιτική ένταξης (για όσους επιθυμούν να κρατήσουν τα εθνικά πολιτισμικά και άλλα στοιχεία τους) ή και αφομοίωσης (για όσους επιθυμούν να γίνουν Έλληνες και στην ψυχή τους) προϋποθέτει συμβίωση και αναγνώριση κοινών διαδρομών και κοινής προοπτικής.
5. Όλοι φοβούνται όλους. Ο φοβικός ρατσισμός δεν αφήνει κανέναν έξω από το (φαύλο) κύκλο. Η δημοκρατία ανησυχεί για την πολιτική εκδοχή (ακροδεξιός ρατσισμός), τα κόμματα ανησυχούν για το ενδεχόμενο ανάπτυξης αστυνομικού κράτους, οι τοπικές κοινωνίες κινούνται άναρχα ανάμεσα στην ξενοφοβία και στην παραοικονομία, ο κάθε Έλληνας νιώθει κάτι μέσα του ν’ αλλάζει. Χωρίς να το πολυκαταλάβει, έχει πλέον εντάξει τον εαυτό του στους αναπτυγμένους, τους πολιτισμένους, τους Ευρωπαίους, τους πετυχημένους, τους εύπορους, με συνέπεια ν’ αρχίζει να αξιολογεί τους «άλλους» όχι μόνον ως διαφορετικούς αλλά κυρίως ως κατώτερους.
Ακόμα και λούμπεν στοιχεία της ελληνικής κοινωνίας πιστεύουν ότι είναι (φυλετικά; πολιτισμικά;) ανώτεροι από τους ξένους.
Τόσο ο φοβικός ρατσισμός απέναντι σ’ «επικίνδυνους» αλλοδαπούς όσο και η άλλη όψη του, τα εγκλήματα μίσους κατά μειονοτικών/ μεταναστών κ.λπ., αναδεικνύουν ένα τουλάχιστον στοιχείο του νεοέλληνα: μην έχοντας αυτογνωσία (παιδεία + ιστορική συνείδηση + σχέδιο επιβίωσης), έχει αρχίσει να φοβάται τον ίδιο του το φόβο.
Φοβάται να αντικρίσει τον εαυτό του στον καθρέφτη και γι’ αυτό αντιδρά έτσι. Ελπίζω γρήγορα να καταλάβουμε όλοι ότι ούτε ο συμψηφισμός των φόνων, ούτε η ισορροπία του τρόμου, ούτε η άρνηση του παρελθόντος μας (άρα και του παρόντος των «άλλων») συνιστούν λύσεις. Η δημοκρατία, ο πολιτισμός, η αλληλεγγύη έχουν καλύτερο δρόμο να μας δείξουν. Αρκεί να μη φοβηθούμε ακόμα κι αυτά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου