Τρία είναι τα στοιχεία που συνθέτουν το εγκληματικό φαινόμενο, ο Κανόνας (ο ποινικός νόμος), η Παράβαση (το έγκλημα) και η Κύρωση (η ποινή). Οι ποινικοί νόμοι που καθιερώνουν οι κοινωνίες ανάλογα με την πολιτική, οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική τους εξέλιξη αναγορεύουν απαγορευμένες συμπεριφορές σε εγκλήματα. Ορισμένοι άνθρωποι δεν συμμορφώνονται και τους παραβαίνουν. Στην περίπτωση αυτή προβλέπονται κυρώσεις και επιβάλλονται ποινές.
Ας πούμε λίγα λόγια για το στοιχείο της Παράβασης, που περιλαμβάνει το έγκλημα, τον εγκληματία και την εγκληματικότητα. Δεν θα ‘ταν υπερβολή να πούμε οτι δεν υπάρχει ένας και μόνον ένας ορισμός του εγκλήματος. Κατά το Ποινικό Δίκαιο έγκλημα είναι κάθε ανθρώπινη πράξη άδικη, καταλογιστή στον δράστη και αξιόποινη κατά το νόμο. Έτσι ενώ οι ποινικολόγοι διακρίνουν τα εγκλήματα σε κακουργήματα, πλημμελήματα και πταίσματα, σε εγκλήματα διαπραττόμενα από δόλο ή από αμέλεια, σε τυπικά και ουσιαστικά, σε απλά, σύνθετα και μικτά, οι εγκληματολόγοι προτείνουν άλλες κατηγοριοποιήσεις, όπως έγκλημα από πάθος, έγκλημα από ιδεολογία, από προφύλαξη, έγκλημα διεκδίκησης, αυτοτιμωρίας. Ακόμη μιλούν για το οργανωμένο έγκλημα, για μεμονωμένα ή σε συνεργασία εγκλήματα, για εγκλήματα ανδρών/γυναικών, πτωχών/ πλούσιων, εγκλήματα βίας/περιουσίας, κ.λπ. Ας σκεφτούμε όμως, οτι μέσω της τεράστιας νομοπαραγωγής στην χώρας μας ποινικοποιούνται ολοένα και περισσότερες ανθρώπινες συμπεριφορές με αποτέλεσμα καθημερινά σχεδόν όλοι μας να είμαστε – κατ’ αυτήν την έννοια- εγκληματίες. Ταυτόχρονα, αρκετές άλλες (αντικοινωνικές) ανθρώπινες συμπεριφορές, παρ’ ότι προκαλούν μεγάλο κακό στο κοινωνικό σύνολο, δεν έχουν ακόμη εγκληματοποιηθεί. Σύγχρονοι δε εγκληματολόγοι έχουν ταχθεί υπέρ μιας εύρείας απ-εγκληματοποίησης παρεκκλινουσών συμπεριφορών στο επαγγελματικό, οικογενειακό, σχολικό, πολιτικό και ψυχοπαθολογικό τομέα, που θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν χωρίς την καταφυγή στην ποινική καταστολή.
Μετά τον Ιταλό C. Lombroso –πατέρα της επιστήμης της Εγκληματολογίας-και τον «Εγκληματία Άνθρωπο» (1876), όπου διατύπωνε πως ο εγκληματίας ήταν ένα υπάνθρωπο είδος του Homo Sapiens, οι κριτικές των επιστημόνων έγιναν πολύ έντονες. Για τον Εm. Durkheim (1858-1917) έγκλημα είναι «κάθε πράξη που σε οποιοδήποτε βαθμό καθορίζει κατά του δράστη του αυτή τη χαρακτηριστική αντίδραση που ονομάζουμε ποινή». Κατά τον J. Pinatel (1898-1961)«μια πράξη πρέπει να θεωρείται ως έγκλημα α)καθόλη τη διάρκεια της ιστορίας του ποινικού δικαίου και β)από την πλειοψηφία των ομάδων που συγκροτούν το σύγχρονο κράτος». Σημαντική ήταν η προσφορά του E. Sutherland (1883-1950), που πρώτος μίλησε για τα εγκλήματα «λευκού περιλαιμίου» (white-collar crimes), δηλαδή τα εγκλήματα που διαπράττουν οι επιχειρηματίες εις βάρος του κοινωνικού συνόλου, αποδεικνύοντας με την ρηξικέλευθη πολυετή έρευνά του ότι δεν εγκληματούν μόνο οι φτωχοί. Έντονοι πάντως είναι έως σήμερα οι προβληματισμοί για την έννοια και τον ορισμό του εγκλήματος, καθώς μεταμορφώνεται συνεχώς και γίνεται ολοένα πιο δύσκολο να εξηγηθεί.
Ως εγκληματικότητα ορίζουμε το σύνολο των εγκλημάτων που διαπράττονται σε ένα δεδομένο χρονικό διάστημα και τόπο. Οι μορφές της διαφέρουν ανάλογα με την κοινωνία όπου εκδηλώνεται. Για παράδειγμα στις αναπτυσσόμενες χώρες έχουμε ζωοκλοπές, ανθρωποκτονίες, ακρωτηριασμούς, βιασμούς, ληστείες, πειρατείες αντάρτικα, κ.ά. Στις αναπτυγμένες κοινωνίες (δυτικού τύπου) έντονο είναι το κοινό έγκλημα (κλοπή, ανθρωποκτονία, σωματικές βλάβες, εξυβρίσεις, προσβολές κατά της γενετήσιας ελευθερίας κ.ά.), η νεανική παραβατικότητα, η οργανωμένη εγκληματικότητα (ομηρεία, ληστεία, πορνεία, κ.ά), η οικονομική εγκληματικότητα (απάτες, παράνομη απασχόληση, φοροδιαφυγή, υπεξαιρέσεις, η πληροφορική εγκληματικότητα κ.ά.), η τρομοκρατία, η δωροδοκία/η διαφθορά και η κρατική εγκληματικότητα. Ποια είναι όμως η πραγματική εγκληματικότητα; Αν για παράδειγμα σκεφτούμε οτι στους 100 βιασμούς, καταγγέλονται μόνον οι 20 και στα ποινικά δικαστήρια φτάνουν τελικά 2 μόνο δράστες, αντιλαμβανόμαστε, οτι υπάρχει ένας σκοτεινός αριθμός (dark figure) εγκληματικότητας. Πρόκειται για την λεγόμενη αφανή εγκληματικότητα, εκείνη που δεν αποτυπώνεται ποτέ από τις Αρχές Δίωξης Εγκλήματος και την Εισαγγελία. Αυτό σημαίνει οτι τόσο οι Αστυνομικές όσο και οι Δικαστικές Στατιστικές προβάλλουν μέρος μόνο της «εικόνας» του εγκλήματος.
Το εγκληματικό πλέγμα ενέχει φυσικά και τον εγκληματία. Ποιος είναι ο εγκληματίας και ποιοι παράγοντες τον ωθούν στην εγκληματική πράξη; Ποικίλες θεωρίες έχουν αναπτυχθεί έως σήμερα, οι οποίες προσπαθούν να εξηγήσουν το γιατί κάποιος εγκληματεί. Μερικές είναι: α) οι βιολογικές, όπου το άτομο θεωρείται «παθολογικό», «ελαττωματικό» και οτι προέρχεται από κατώτερη τάξη, β) οι ψυχολογικές, όπου οι ορμητικές και ισχυρές συναισθηματικές πιέσεις του ατόμου τον ωθούν στην εκδήλωση εγκληματικής συμπεριφοράς, γ )οι κοινωνιολογικές, οι οποίες υποστηρίζουν οτι το έγκλημα είναι ένα κοινωνικό γεγονός που διαμορφώνεται πρωτίστως από το περιβάλλον και οτι πρωταρχικό ρόλο στη γέννηση του εγκλήματος παίζουν κατά κύριο λόγο οι κοινωνικοί παράγοντες. Μερικές από τις θεωρίες είναι της ανομίας, του ελέγχου, της μάθησης, της ετικέτας, η οικολογική σχολή του Σικάγο,οι μαρξιστικές θεωρίες κ.ά. δ) οι πολυπαραγοντικές και ε) οι κριτικές/νεο-μαρξιστικές, οι οποίες θεωρούν οτι το έγκλημα αποτελεί μια εφεύρεση των ομάδων που κυριαρχούν στο κράτος για να ελέγχουν τα άτομα και τις ομάδες που θεωρούν ως επικίνδυνους, ώστε να διατηρούν την εξουσία.
Σύγχρονες Μορφές Εγκληματικότητας
Σήμερα, λόγω των συνεχών κοινωνικών μεταβολών, η εγκληματικότητα στις σύγχρονες κοινωνίες παίρνει ποικίλες μορφές που συνεχώς μετασχηματίζονται. Η εγκληματοποίηση λοιπόν διευρύνεται στο πεδίο της προστασίας του περιβάλλοντος, των οικονομικών δραστηριοτήτων, της βιοτεχνολογίας, των μειονοτήτων και των μειονεκτούντων ατόμων. Για παράδειγμα στην κατηγορία του ηλεκτρονικού εγκλήματος, είναι εφικτό μόνο με το πάτημα ενός κουμπιού, κάποιος να παρακολουθεί τα τεκταινόμενα μέσα σε ένα διαμέρισμα, ενώ με την ίδια άνεση κάποιος άλλος να μεταφέρει υπέρογκα χρηματικά ποσά αγνώστου προελεύσεως σε τραπεζικούς λογαριασμούς ή να προωθεί πορνογραφικό υλικό παιδιών ή να αλλάζει ποσοστώσεις σε ένα φάρμακο μετατρέποντάς το σε δηλητήριο, έτοιμο να σκοτώσει τον πληθυσμό μιας πόλης. Στα πλαίσια αυτά ας δούμε πιο αναλυτικά τα είδη της σύγχρονης εγκληματικότητας:
Σίγουρα ο όρος Οργανωμένο Έγκλημα (organized crime) είναι πολύ οικείος σε όλους, όμως δεν αποτελεί δόκιμη νομική ή εγκληματολογική έννοια, αν και έχει καθιερωθεί. Πρωτοχρησιμοποιήθηκε τη δεκαετία του 1920 στις ΗΠΑ και έκτοτε εξυπηρετεί για να καλύψει ένα σύνολο σοβαρών εγκλημάτων που δύσκολα εντοπίζονται, καθώς στηρίζονται σε δίκτυα, όπως η Μαφία. Η Διεθνής Σωματεμπορία (Trafficking) περιλαμβάνει την εμπορία γυναικών, βρεφών, την εμπορία νυφών, την εμπορία πορνογραφίας, την αφαίρεση και εμπορία οργάνων ή ιστών, την αναγκαστική εργασία, τον εξαναγκασμό σε επαιτεία, τη στρατολόγηση ανηλίκων. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και η παράνομη μετανάστευση και το διεθνικό εμπόριο ναρκωτικών.
Επίσης, το Οικονομικό Έγκλημα βρίσκεται συνεχώς στην επικαιρότητα και περιλαμβάνει πολλά αδικήματα όπως η απάτη, η πλαστογραφία, η παραχάραξη, το ξέπλυμα χρήματος, τη φοροδιαφυγή, το ηλεκτρονικό έγκλημα (π.χ.κυβερνοτρομοκρατία, κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας), τα «επαγγελματικά» εγκλήματα ή «occupational crimes» (εκείνα που διαπράττονται από χαμηλόβαθμα ή υψηλόβαθμα στελέχη στον χώρο εργασίας) αλλά και τα «εταιρικά» εγκλήματα ή «corporate crimes» που περιλαμβάνουν τα εγκλήματά κατά της εργασίας (παραβιάσεις ασφάλειας και υγιεινής των εργαζομένων ή τα εγκλήματα κατά των καταναλωτών.
Παράλληλα, σύγχρονο και μείζονος σημασίας αποτελεί το Περιβαλλοντικό Έγκλημα (environmental crime), το οποίο περιλαμβάνει εγκλήματα που επισπεύδουν την κλιματική αλλαγή επιδεινώνοντας τις οικονομίες και την ασφάλεια πολλών χωρών. Περιλαμβάνουν το παράνομο εμπόριο/χρήση ουσιών που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος, το παράνομο εμπόριο και εκμετάλλευση άγριων ζώων/απειλουμένων με εξαφάνιση ειδών, το παράνομο εμπόριο επικίνδυνων αποβλήτων, την παράνομη/λαθραία αλιεία, την υπεραλίευση, την παράνομη υλοτομία, κ.ά.
Όπως σε κάθε κοινωνία μέσα στην ιστορία, έτσι και σήμερα ανθεί και το κοινό έγκλημα, που περιλαμβάνει τα εγκλήματα βίας, δηλαδή κατά της γενετήσιας ελευθερίας/σεξουαλικά εγκλήματα, ανθρωποκτονίες, σωματικές βλάβες/ξυλοδαρμούς, τα εγκλήματα κατά της περιουσίας, δηλαδή ληστείες, κλοπές κ.ά., την ενδοοικογενειακή βία –που διώκεται πλέον με τον πρόσφατο Ν. 3500/2006- κατά γυναικών ή ανδρών ή κατά παιδιών ή οποιουδήποτε μέλους της οικογένειας, κ.ά. Τέλος, επιπλέον των παραπάνω ειδών εγκληματικότητας υπάρχει και το έγκλημα του δρόμου (street crime), που περιλαμβάνει επιθέσεις κατά του ατόμου, βανδαλισμούς και καταστροφές της δημόσιας περιουσίας, τη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών κ.ά., η τρομοκρατία, κάποιες ειδικές μορφές ανθρωποκτονιών (ειδεχθή εγκλήματα ανηλίκων, εγκλήματα ψυχικώς ανώμαλων), τα πολιτικά εγκλήματα, οι γενοκτονίες και τα εγκλήματα μίσους (hate crimes).
Βιβλιογραφία
Cusson M., Σύγχρονη Εγκληματολογία, Μτφρ.:Η. Σαγκουνίδου, Νομική Βιβλιοθήκη,
Αθήνα, 2004.
Delmas-Marty M., Πρότυπα &
Τάσεις Αντεγκληματικής Πολιτικής, Μτφρ.:Χ. Ζαραφωνίτου, Νομική Βιβλιοθήκη,
Αθήνα, 1991.
McLaughlin E., Municie J., The Sage Dictionary of Criminology, Sage
Publications, 2006.
Φαρσεδάκης Ι., Η Εγκληματολογική Σκέψη απ’ την Αρχαιότητα
ως της μέρες μας, τ.α΄,Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1990.
Φαρσεδάκης Ι., Στοιχεία εγκληματολογίας, Νομική
Βιβλιοθήκη Αθήνα, 2005.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου