Ι. Μια ιδέα γεννιέται.
προσπάθεια για μεγιστοποίηση της ωφέλειάς του, ενώ υπήρξε και από τους πρωτεργάτες της προσπάθειας να αναδειχθεί η χρησιμότητα της Οικονομικής Επιστήμης στην ανάλυση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, όχι μόνο εντός αλλά και εκτός των αγορών.
Ήταν κάποιο πρωινό, λοιπόν, που ο Gary Becker κατευθυνόταν με το αυτοκίνητό του, σημαντικά αργοπορημένος, στο Πανεπιστήμιο για την προφορική εξέταση κάποιου φοιτητή στην Οικονομική Θεωρία. Στην αδικαιολόγητη καθυστέρησή του όμως, ήρθε να προστεθεί ένα ακόμη πρόβλημα. Παρά την επίμονη αναζήτηση, η εξεύρεση μιας θέσης στάθμευσης για το αυτοκίνητό του έμοιαζε ακατόρθωτη ενώ το πλησιέστερο γκαράζ απείχε αρκετά μακριά με τα πόδια από το Πανεπιστήμιο και επιπλέον στοίχιζε και αρκετά.
Έπρεπε να αποφασίσει στα γρήγορα αν θα επέλεγε τη λύση του ακριβού και μακρινού γκαράζ ή θα στάθμευε το αυτοκίνητό του σε κάποια παράνομη θέση με αντίτιμο το πρόστιμο της κλήσης που θα δεχότανε. Όμως ποιο πρόστιμο; Αυτό θα το πλήρωνε μόνο αν η Αστυνομία βεβαίωνε την παράβαση. Στην αντίθετη περίπτωση, θα στεκόταν τυχερός, και το κόστος για αυτόν θα ήταν μηδενικό.
Εκείνο το πρωί ο Gary Becker αποφάσισε να πάρει το ρίσκο και να σταθμεύσει παράνομα. Η απόφαση αυτή δεν χρειάστηκε παρά μερικούς γρήγορους, σχεδόν ασυνείδητους υπολογισμούς, για να βρει το συμφέρον συγκρίνοντας το βέβαιο κόστος στάθμευσης στο γκαράζ από τη μια κι από την άλλη την πιθανότητα να βεβαιωθεί παράβαση για την παράνομη στάθμευσή του σε συνδυασμό με το ύψος του προστίμου.
ΙΙ. Διεισδύοντας στο μυαλό ενός “παραβάτη”.
Για πολλούς αιώνες οι γιατροί πίστευαν πως τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ενός ατόμου μπορούσαν να αποκαλύψουν την προσωπικότητά του και κατ’ επέκταση την τάση του να εκδηλώνει παραβατική συμπεριφορά. Χρειάστηκε να φτάσουμε στον 20ο αιώνα προκειμένου οι βιολογικές και ανθρωπολογικές αυτές θεωρίες να αρχίσουν να χάνουν έδαφος έναντι των ψυχολογικών – ψυχοπαθολογικών και κοινωνιολογικών θεωριών, που έμοιαζε τότε να είναι σε συμφωνία με τα επιστημονικά ευρήματα και να μπορούν να εξηγήσουν καλύτερα το φαινόμενο. Οι «νέες» όμως αυτές θεωρίες, άρχισαν να έχουν σημαντική επιρροή και επίδραση στην κοινωνική πολιτική και καθώς λίγο έως πολύ χαρακτήριζαν τους παραβάτες ως «αβοήθητα θύματα» συνέβαλλαν σημαντικά στην κατοχύρωση και επέκταση των δικαιωμάτων αυτών των ανθρώπων από τη μια αλλά και στον περιορισμό της κατανόησης και πάταξης του φαινομένου από την άλλη.
Καθώς η υπόθεση ότι οι παραβάτες είχαν ριζικά διαφορετικά κίνητρα από κάθε άλλον δεν ήταν ιδιαίτερα ελκυστική στον Gary Becker, αυτός αποφάσισε να μελετήσει το φαινόμενο με τα εργαλεία που του προσέφερε η Οικονομική Επιστήμη και βασικά υπό την κεντρική υπόθεση της ορθολογικότητας των ανθρώπων: οι άνθρωποι θέτουν στόχους και προσπαθούν να τους πετύχουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Σε κάθε περίπτωση που τα άτομα πρέπει να επιλέξουν ανάμεσα από εναλλακτικές δυνατότητες και υπό περιορισμούς, η διαδικασία επιλογής τους μπορεί να μελετηθεί από τα οικονομικά. Γιατί λοιπόν να μην προσεγγίσουμε τον παραβάτη ως ένα ορθολογικό άτομο που επιλέγει την παράβαση όπως θα επέλεγε οποιαδήποτε άλλη ενέργειά του;
Η παράβαση τις περισσότερες φορές δεν είναι το προϊόν μιας ανεξήγητης ή ανορθολογικής συμπεριφοράς αλλά το προϊόν μιας ανάλυσης κόστους-οφέλους. Ο κάθε ένας από εμάς είναι εν δυνάμει παραβάτης καθώς η παράβαση τις περισσότερες φορές είναι μια ορθολογική επιλογή: Ο υποψήφιος παραβάτης υπολογίζει το αναμενόμενο κόστος και το συγκρίνει με το αναμενόμενο όφελος της παράβασης πριν αποφασίσει να την διαπράξει. Εάν το καθαρό αναμενόμενο όφελος είναι αρκετά υψηλό, ώστε η παράβαση να αποτελεί την καλύτερη δυνατή εναλλακτική επιλογή από τις διαθέσιμες, τότε θα την διαπράξει. Κάπου εδώ, όμως, ξεκινά το δύσκολο κομμάτι της “Οικονομικής Ανάλυσης της Παραβατικότητας” . Ακόμη κι αν κάποιος δεχτεί αναντίρρητα την κεντρική υπόθεση της ορθολογικότητας του ανθρώπου, και αποδεχτεί την σχεδόν κυνική παραδοχή ότι όλοι είμαστε εν δυνάμει παραβάτες, θα αναρωτηθεί στη συνέχεια πως θα μπορούσαμε να μετρήσουμε το αναμενόμενο όφελος και το αναμενόμενο κόστος;
Όσο εύκολο μπορεί να ακούγεται σε θεωρητικό επίπεδο τόσο δύσκολο στην πράξη αποτελεί ο προσδιορισμός και η μέτρηση του αναμενόμενου οφέλους και κόστους. Ακολουθεί ένα απλό (και σίγουρα απλοποιημένο) παράδειγμα αναμενόμενου οφέλους και αναμενόμενου κόστους που μπορούν να μετρηθούν σχετικά εύκολα.
Ο Κώστας είναι καβοδέτης στο μοναδικό λιμάνι της Νήσου Χ. Έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στο νησί και διατηρεί άριστες σχέσεις με όλα σχεδόν τα στελέχη της Λιμενικής Αρχής. Λόγω της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας εργάζεται περιστασιακά και όποτε του ζητηθεί σε μια εταιρεία μεταφορών που λειτουργεί στο νησί. Το μεροκάματο που του προσφέρουν για κάθε μεταφορά είναι 50 ευρώ. Έχει ειδοποιηθεί από την εταιρεία ότι την Τρίτη θα τον χρειαστούν για μία μετακόμιση, όμως αυτή θα πραγματοποιηθεί στις 11 η ώρα, την ώρα δηλαδή που καταπλέει το πλοίο της γραμμής και οφείλει να βρίσκεται στο λιμάνι. Καλείται, λοιπόν, να αποφασίσει αν θα δεχτεί την πρόταση διαφορετικά θα πρέπει η μεταφορική εταιρεία να αναζητήσει έγκαιρα κάποιον άλλον για τη μεταφορά.
Τις περισσότερες φορές δεν είναι δύσκολο να υπολογίσει κανείς το αναμενόμενο όφελος από μία παράβαση, αφού συνήθως είναι ξεκάθαρο το τι επιδιώκουμε να κερδίσουμε.
Αναμενόμενο Όφελος (ΑΟ)
ΑΟ = Ε x Π
Ε : έσοδο (κέρδος)
Π : πιθανότητα πραγματοποίησης του εσόδου (κέρδους)
Η πιθανότητα να πραγματοποιηθεί η μετακόμιση εκτιμά ο Κώστας ότι είναι 90% αφού πάντα μερικές από αυτές ακυρώνονται την τελευταία στιγμή. Άρα το αναμενόμενο όφελος από την μετακόμιση θα είναι € 45,00.
Δηλαδή ΑΟ = € 50 x 90% => ΑΟ= € 45,00
Από την άλλη όμως, δεν είναι το ίδιο εύκολο τις περισσότερες φορές να υπολογίσουμε το αναμενόμενο κόστος αφού οι συνέπειες μιας παράβασης συνήθως δεν είναι μόνο οικονομικές. Αυτό που μπορούμε να υπολογίσουμε με μια πολύ καλή προσέγγιση είναι το αναμενόμενο πρόστιμο.
Η οικονομική στενότητα έχει αναγκάσει τον Κώστα να δρα ψυχρά αριθμητικά, οπότε σε αυτήν την περίπτωση – όπως και σε κάθε όμοια – το αναμενόμενο πρόστιμο συνιστά και το αναμενόμενο κόστος για αυτόν. Ο ακόλουθος απλός (και απλοποιημένος στη περίπτωσή μας) μαθηματικός τύπος θα μας βοηθήσει να υπολογίσουμε το αναμενόμενο πρόστιμο, λαμβάνοντας τα πραγματικά δεδομένα του ‘προβλήματος’ , ή όπως τουλάχιστον αυτά υπάρχουν στο μυαλό του Κώστα.
Αναμενόμενο Κόστος (ΑΚ)
ΑΚ = ΠΜ x ΠΒ x ΠΚ
ΠΜ : μέσο επιβαλλόμενο πρόστιμο
Πβ : πιθανότητα βεβαίωσης της παράβασης
Πκ : πιθανότητα «καταδίκης»
Ο Κώστας γνωρίζει και εκτιμά στο μυαλό του τα παρακάτω δεδομένα:
H πιθανότητα να του βεβαιωθεί η παράβαση την Τρίτη, αν δεν εμφανιστεί στο λιμάνι, πιστεύει πως είναι 75 % (Πβ).
Εάν του βεβαιωθεί παράβαση, κατά την απολογία του στον Λιμενάρχη υπάρχει το ενδεχόμενο, λόγω της πρότερης συνέπειας που έχει επιδείξει, να δεχθεί μόνο σύσταση και την γλιτώσει χωρίς χρηματικό πρόστιμο. Επειδή ο Λιμενάρχης δείχνει κατανόηση εκτιμά ότι η πιθανότητα να του επιβληθεί χρηματικό πρόστιμο είναι 70% (Πκ)
Ο Λιμενάρχης επιβάλει πρόστιμα συνήθως για όμοιες περιπτώσεις 50 , 60 ή 70 ευρώ και άρα το μέσο πρόστιμο είναι στα € 60 (ΠΜ)
Συνεπώς, ΑΚ = € 60 x 75% x 70% => AK = € 31,50
Συνεπώς: [ΑΟ = € 45,00] > [ AK = € 31,50]
Τελικά βλέπουμε ότι το Αναμενόμενο Όφελος είναι μεγαλύτερο από το Αναμενόμενο Κόστος και συνεπακόλουθα ο Κώστας έχει το κίνητρο και κάθε λόγο, ψυχρά ορθολογικά σκεπτόμενος, την Τρίτη να μην εμφανιστεί στο λιμάνι.
ΙΙΙ. Από την θεωρία στην πράξη και αντίστροφα.
Καθίσταται σαφές, ωστόσο, και δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι το φαινόμενο της παραβατικότητας είναι κατ’ εξοχήν πολυδιάστατο και πολυπαραγοντικό και ότι εκτός από την ορθολογικότητα και τις προτιμήσεις των εν δυνάμει παραβατών, καθοριστικό ρόλο παίζουν το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον όπως αυτό διαμορφώνεται από την εφαρμοζόμενη δημόσια πολιτική, συμπεριλαμβανομένων των κονδυλίων που δαπανώνται για αστυνομικές δράσεις πρόληψης και καταστολής, του συστήματος απονομής δικαιοσύνης και σωφρονισμού και φυσικά της εκπαίδευσης και διαπαιδαγώγησης.
Έτσι, κάθε παράγοντας που εντοπίζεται δεν θα πρέπει να μελετάται αυτοτελώς και ανεξάρτητα από τους υπολοίπους αλλά ως αναπόσπαστο μέρος ενός συστήματος και ως μία καίρια μεταβλητή που αλληλεπιδρά με όλες τις υπόλοιπες μεταβλητές της οικονομικής ανάλυσης της παραβατικότητας.
Από τη μία, θα μπορούσε κανείς να προτείνει την αύξηση των επιβαλλόμενων προστίμων και ποινών ως ένα «φθηνό» τρόπο αντιμετώπισης της παραβατικότητας αλλά αυτή η πρόταση προσκρούει στο γεγονός ότι τα περισσότερα άτομα ενδιαφέρονται περισσότερο για τον κίνδυνο (πιθανότητα) διαπίστωσης της παράβασής τους παρά για το ύψος ή τη σκληρότητα του προστίμου-ποινής. Κι αυτό διότι τα περισσότερα άτομα αποστρέφονται τον κίνδυνο (risk-averse) και δεν αντιμετωπίζουν με τον ίδιο τρόπο μία πιθανότητα 40% επιβολής προστίμου € 100 με μία πιθανότητα 80% επιβολής προστίμου € 50 (παρότι και στις δύο περιπτώσεις το αναμενόμενο πρόστιμο ανέρχεται στα € 40 ).
Από την άλλη, θα μπορούσε κανείς να προτείνει την αύξηση της πιθανότητας διαπίστωσης της παράβασης και επιβολής προστίμου-ποινής, κάτι όμως που για να επιτευχθεί απαιτεί δαπάνη και προϋποθέτει κόστος για την ενίσχυση των μηχανισμών-διαδικασιών με προσωπικό, μέσα και υλικά. Ωστόσο, βέβαια, ακόμη κι αν ήταν οικονομικά εφικτό να εξασφαλίσουμε το απαραίτητο προσωπικό, τα μέσα και τα υλικά για να διαπιστώνεται κάθε παράβαση (ας σκεφτούμε μόνο πόσο θα κόστιζε να εξασφαλίσουμε επαρκή αριθμητικά στελέχη και πλωτά Λ.Σ. για να ελέγχεται κάθε αλιευτικό σκάφος για την διαπίστωση της νομιμότητας των αλιευμάτων του) αυτό δεν θα ήταν μια οικονομικά αποτελεσματική λύση.
Εξάλλου βέβαια, ο στόχος του κοινωνικού σχεδιαστή δεν πρέπει (διότι δεν μπορεί) να είναι η πλήρης εξάλειψη της παραβατικότητας αλλά η διατήρησή της σε ένα ανεκτό επίπεδο, στο επίπεδο που ονομάζεται οικονομικά αποτελεσματικό και δεν είναι άλλο από εκείνο στο οποίο το οριακό κόστος αποτροπής της παραβατικότητας ισούται με το οριακό όφελος από την αποτροπή αυτή.
Το βέβαιο είναι πως δεν υπάρχει καμία μαγική συνταγή για την απαλοιφή του φαινομένου της παραβατικότητας, η οποία φαίνεται πως είναι ένα φαινόμενο σύμφυτο με τις οργανωμένες κοινωνίες και απαντάται σε κάθε είδους κοινωνικές δομές.
Η οικονομική ανάλυση της παραβατικότητας, φυσικά δεν διεκδικεί το ρόλο αυτής της μαγικής συνταγής, όμως έχει καταφέρει να συμβάλει καθοριστικά στην αναθεώρηση σημαντικών ζητημάτων μέσα από τη δική της οπτική και με τις μεγάλες δυνατότητες των αναλυτικών εργαλείων που διαθέτει.
Εν κατακλείδι η Οικονομική Ανάλυση προσφέρεται ως εκείνο το εργαλείο στα χέρια του νομοθέτη που δίνει τη δυνατότητα να ελέγξει τις παραμέτρους που επηρεάζουν και κατευθύνουν τις αποφάσεις και την συμπεριφορά των ορθολογικών ατόμων.
δημοσίευση 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου